Μαύρη Πρωτοχρονιά

Βασισμένο κυρίως στις αναμνήσεις του Διαμαντή Χαγιά

 

Black New Year

Based mainly on the recollections of Diamantis Hagias

 

 

Του Στέλιου Χαγιά & Δημήτρη Κατσάμπη

 

 

 

By Stelios Hagias & Dimitri Katsambis

 

Τρία πουλάκια κάθονταν απάνω στον Αι-Γιάννη.

Το ’να κοιτάει τον Αι-Λια και τ’ άλλο το Μαζαράκι.

Το Τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει.

«Πολλή μαυρίλα πλάκωσε μαύρη και θυμωμένη.»

Τ’ Αι-Βασιλιού ξημέρωνε μεγάλη και καμένη.

Ο Διαμαντής ο άτυχος βγαίνει μέχρι το πέρα ρέμα.

Τίποτα δεν κατάλαβε αντάρτες πως ερχόντανε μεγάλοι και καμένοι.

Στα σπίτια τους εγύρισαν, τα ρούχα τους ετοίμαζαν, στην εκκλησιά να πάνε.

Ο Διαμαντής,  ο άτυχος, βγαίνει στο παραθύρι.

Αχ! γυναίκα, τι να σ’ ομολογήσω;

Αντάρτες πολλούς είδα και πίσω δεν θα γυρίσω.

Και τ’ άρματά του άρπαξε και τ’ άρματά του παίρνει.

Και στο κατώι πήδησε και τρομαγμένος φεύγει.

Στα λαχιδάκια έφτασε, σκοτώνει τον αντάρτη.

Καρτέρι του κάνουνε, του ρίχνουν στο κεφάλι.

Στο κάτου-κάτου αντάμωσαν δύο καλά αδέλφια.

Ο Στέλιος εσκοτώθηκε μακριά στα ξένα.

Και ο Διαμαντής στης Βαμπακιάς το ρέμα.

Όσα πουλάκια τ’ ακούσανε ποτέ να μην λαλήσουνε.

Και στα βουνά του Πάρνωνα χορτάρια να μην ανθίσουνε.

Οι παραπάνω γραμμές, παρμένες από κλέφτικο τραγούδι παλιάς εποχής, προσαρμόστηκαν από τον Κάπα Πι και Ροζακλή (αλλιώς Κωνσταντίνο Παναγιώτη Ροζακλή), 78 χρονών,  στιχουργό του χωριού, προκειμένου να αφηγηθεί το ιστορικό της πιο μαύρης μέρας στην Καρίτσα τον περασμένο αιώνα, την Μαύρη Πρωτοχρονιά του 1947.

Δίχως να το αντιληφτεί σχεδόν κανένας χωριανός, την παραμονή της πρωτοχρονιάς, την Τρίτη 31 του Δεκέμβρη 1946, κάπου 150 αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ), στρατιωτική πτέρυγα του κομμουνιστικού κόμματος, είχαν κατεβεί από τα ψηλά βουνά και συγκεντρωθεί έξω από την Καρίτσα περιμένοντας να ξημερώσει η επόμενη μέρα.

Η Καρίτσα, ένα στενά συνδεδεμένο αλλά απομακρυσμένο ορεινό χωριό που δεν ξεπέρναγε τα εκατό σπίτια στα οποία στεγάζονταν κάπου 400 ψυχές, βρισκότανε σε απελπιστική κατάσταση: μαστιζόμενη από την ομίχλη του Εμφύλιου, την πείνα, τη φτώχεια, και τη μαζική θλίψη. Οι αντάρτες είχανε σκοπό να μπούνε μέσα, να κερδίσουν τον έλεγχο, να αρπάξουν όσα τρόφιμα μπορούσαν για να περάσουν στα λημέρια τους στα βουνά και τελικά να ξοφλήσουνε λογαριασμούς, παλιούς και καινούργιους, με γνωστούς εχθρούς. Αρχηγός τους ήτανε ο Τάκης Γεωργόπουλους, ηλικίας περίπου 30 χρονών, και προγονός Καριτσιώτας.  Είχε μεγαλώσει στην Καρίτσα, είχε πάει στο σχολείο εκεί και γνώριζε το χωριό πάρα πολύ καλά.

Αν και τούτος ήτανε πιο ήπιος χειμώνας από άλλα χρόνια, ένα-τρίτο των χωριανών είχαν φύγει από τα σπίτια τους μέσα στο χωριό, όπως συνήθως κάνανε εδώ και εκατοντάδες χρόνια, για να ξεχειμωνιάσουν το Δεκέμβρη, το Γενάρη και το Φλεβάρη στα καλύβια τους, 70 περίπου, σκορπισμένα δω και κει στα χωράφια με το πιο γλυκό κλίμα.  Το όργωμα και η σπορά στα χωράφια είχαν ήδη τελειώσει από καιρό, το λιομάζωμα πλησίαζε στο τέλος του και τα δύο λιοτρίβια δεν είχαν πολύ δουλειά ακόμα να κάνουν.  Με το ξεκίνημα όμως του καινούργιου χρόνου ξεκινάνε να γεννοβολάνε τα αρνιά, γι αυτό όλοι οι τσοπάνηδες φυσικά είχαν κατεβάσει τα κοπάδια τους από τα παγωμένα βουνά να τα βοσκάνε και να τα φυλάνε στα χωράφια.  Ανήμερα την πρωτοχρονιά όμως οι περισσότεροι από τα καλύβια θα ξαναγυρίζανε στα σπίτια τους στο χωριό να είναι με τις οικογένειές τους, τους φίλους και τους δικούς τους, κι έτσι όλοι μαζί να χαιρετίσουν τον ερχομό του 1947.

Στα σπίτια και στα μαγαζιά οι χωριανοί ετοιμάζονταν, όπως συνηθιζόταν, να καλωσορίσουνε, όσο καλύτερα οι περιστάσεις το επιτρέπανε, τον καινούργιο χρόνο παίζοντας τριανταένα όλη τη νύχτα είτε σαν οικογενειακές παρέες μαζεμένοι στη ζεστασιά κοντά στο τζάκι είτε σε ένα από τα μαγαζιά.  Παρέες είχανε μαζευτεί στου Γραμματικάκη δίπλα στο σχολείο και στη ταβέρνα του Κατσάμπη κάτω από τον Άϊ-Κωνσταντίνο, αλλά το πιο αξιοπερίεργο παιχνίδι παιζόταν στο Καφετζαίικο, σημερινό σπίτι του Αντώνη και της Κατερίνας Κατσάμπη.  Το λέγανε Καφετζαίικο αλλά το δούλευε ο Θανάσης Κατσάμπης (Θανασάκης) ο οποίος το νοίκιαζε από τον κουμπάρο του, τον έμπορο σφαχτών, Θανάση Αντωνίου (Γερο-Ψυχογιό), ηλικίας 66. Ο Αντωνίου το είχε κληρονομήσει από τη γυναίκα του, τη Βενέτα, εγγονή του Κωνσταντίνου Τσεμπελή (Καφετζή), ενός από τους πιο πρώτους καφετζήδες και ισχυρή προσωπικότητα στο χωριό στον 19ο αιώνα.

Ήταν μαζεμένοι κάμποσοι στο καφενείο κείνη τη βραδιά.  Πίνανε, κουβεντιάζανε, καλαμπουρίζανε και παίζανε τριανταένα. Ανάμεσα τους ήταν οι Θανάσης Κατσάμπη, Λεωνίδας Μαλαβάζος, Διαμαντής Αντωνίου, Διαμαντής Χαγιάς και Γιώργης Αντωνίου.

Ο Θανάσης Γεωργίου Κατσάμπης (Θανασάκης), 51 χρονών, ο μαγαζάτορας, ήταν ιδιαίτερα εκτιμημένο και σεβαστό πρόσωπο στο χωριό.  Ένα διάστημα είχε υπηρετήσει κι ως πρόεδρος της κοινότητας.  Ήταν εγγράμματος και πολλοί χωριανοί, που δεν ξέρανε να διαβάζουν ή να γράφουν, συχνά περνάγανε από κει να τους γράψει γράμμα σε δικούς που λείπανε στα ξένα ή ζούσαν μακριά από την Καρίτσα.  Υπήρχαν υποψίες ότι μπορεί κρυφά να υποστήριζε το ΔΣΕ αλλά αυτός ήταν πάντα προσεκτικός να τα έχει καλά με όλους.

Ήταν πρόθυμος αλλά προσεκτικός χαρτοπαίχτης που ήθελε να μελετάει και να απομνημονεύει τα χαρτιά που είχαν περάσει.  Κείνη τη βραδιά, όμως, η σκέψη του ήταν αλλιώτικα απασχολημένη. Στο νου του γυρίζανε ένα-ένα τα δυστυχισμένα τελευταία χρόνια.

Η τραγωδία αυτή είχε ξεκινήσει λίγο περισσότερο από έξι χρόνια νωρίτερα όταν στις 28 του Οκτώβρη το 1940 η Ιταλία με την στήριξη της ναζιστικής Γερμανίας, απαίτησε την ελεύθερη και αποδεσμευμένη κατοχή της Ελλάδας, στο οποίο αίτημα ολόκληρος ο ελληνικός λαός, σαν ένας άνθρωπος με μια ψυχή, βροντοφώναξε το περίφημο, «ΟΧΙ!»

Την ημέρα κείνη, ο Θανάσης θυμάται καλά, ολόκληρο το χωριό είχε καταφτάσει έξω από το σπίτι του παπα-Αναστάση, του ιερέα της Καρίτσας. Όλοι ήταν ταραγμένοι και ανήσυχοι να μάθουν για τον επικείμενο πόλεμο με τους Ιταλούς.  Κανένας στο χωριό δεν είχε δικό του ραδιόφωνο και η μόνη επαφή με τον έξω κόσμο, από αμέσως μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, ήταν ένα τηλέφωνο με κουρντιστήρι που το κράταγε στο σπίτι του ο παπάς.  Ανάμεσα στους συγκεντρωμένους χωριανούς ακουγότανε η φωνή του Λάμπρου Αναστάση Τούντα (Μικρούτση), 33 χρονών, κουμπάρου του παπα, να προσπαθεί να ανεβάσει το ηθικό των χωριανών. «Που πάτε ρε;» φώναζε άφοβα, «Εγώ είμαι κυνηγός.  Μπαμ στον αέρα θα τους αποκεφαλίζω κάτω σαν πέρδικες!»  Κάπου τριάντα νεαροί ήταν σε ηλικία και λάβανε εντολή να επιστρατευτούν.  Την άλλη μέρα ο παπά-Αναστάσης μαζί με τους πατεράδες, μανάδες, παππούδες, γιαγιάδες, συγγενείς και χωριανούς αποχαιρετούσαν τους νεαρούς που φεύγανε πεζοί να πάνε πρώτα στο Γεράκι, απ’ όπου τους παίρνανε με λεωφορείο να παρουσιαστούν στη Σπάρτη και έπειτα στην Τρίπολη να προετοιμαστούν να πολεμήσουν τους Ιταλούς στα βορειοδυτικά ελληνοαλβανικά σύνορα. Δύο από αυτούς είχαν την άτυχη μοίρα να μην ξαναγυρίσουν στο χωριό ενώ ένας τρίτος υπέκυψε από τραύματα πολέμου όταν ξαναήρθε. Ο Στυλιανός Αντωνίου, 28 χρονών, γιος του Θανάση Αντωνίου, και ο Κωνσταντίνος Παναγιώτη Τούντας, 33 χρονών, σκοτωθήκανε μαχόμενοι.

 Ο Νικόλας Γεωργίου Χαγιάς, 30 χρονών, έχασε το χέρι του στο πεδίο της μάχης και ξαναγύρισε στο χωριό σωματικά σακατεμένος και ψυχικά λαβωμένος.  Δεν ήθελε να τον βλέπουν οι χωριανοί με κομμένο χέρι και ζούσε σαν ερημίτης στο καλύβι του στις Καλυβίτσες.  Μετά από λίγο καιρό πέθανε και τον φέρανε να θαφτεί στην Καρίτσα όπου οι χωριανοί ακολούθησαν θρηνώντας την εκφορά και ταφή του νεκρού πολεμιστή στο νεκροταφείο δίπλα στον Άγιο-Κωνσταντίνο.

Κοιτάζοντας τα ανήσυχα πρόσωπα γύρω στο τραπέζι, ο Θανάσης Κατσάμπης θυμάται οι Ιταλοί δεν καταφέρανε να σπάσουν την ελληνική αντίσταση και χρειαστήκανε την επέμβαση των Γερμανών.  Στο μεταξύ η κυβέρνηση κι ο βασιλιάς, ο Γεώργιος Β΄, είχαν φύγει και πάει στην Αίγυπτο. Συνάμα μια πλατιά μαζική οργάνωση, αλλά με ισχυρή κομμουνιστική επιρροή, άρχισε να ξεφυτρώνει στα μέσα του 1941.  Στην αρχή στην Λακωνία ήτανε γνωστή με το όνομα Νέα Φιλική Εταιρία και κατόπιν ως  ΕΑΜ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) και στόχευε να διώξει τους καταχτητές από τη χώρα, να καταπολεμήσει το φασισμό και να αντισταθεί στην επιστροφή της βασιλείας στην Ελλάδα.  Κέρδισε πλατιά υποστήριξη και μέχρι το Φλεβάρη του 1943 τουλάχιστον εφτά νεαροί Καριτσιώτες είχανε ενταχτεί στην στρατιωτική του πτέρυγα, γνωστή ως ΕΛΑΣ (Εθνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός) προκάτοχος του ΔΣΕ.

Σαν άναψε το τριανταένα τη νύχτα κείνη στο Καφετζαίικο και οι δεκάρες ανταλλάζονταν γύρω στο τραπέζι, ο Θανάσης είχε καιρό να στρέψει τη σκέψη του στη μεγάλη επιτυχία της Αντίστασης.  Οι Ιταλοί είχαν έρθει στην Καρίτσα μόνο μια φορά κι όταν το Σεπτέμβρη του 1943 η χώρα τους παραδόθηκε καμιά δεκαριά παραμείνανε κρυμμένοι στο χωριό γιατί φοβούνταν την εκδίκηση των γερμανικών στρατευμάτων. 

Δύο απ’ αυτούς τους κράτησαν ενώ τους άλλους τους έστειλαν σε άλλα χωριά. Έναν Ιταλό, που τον λέγανε Αντώνιο, τον κράτησε ο Μιχάλης ο Τούντας και μετά ο Μήτσος ο Κατσάμπης.  Ο άλλος, που ήτανε φαρμακοποιός, λεγόταν Πιέρο και τον είχε ο Σπύρος Λεωνίδα Χαγιάς (Μπάρμπα-Σπύρος), 67χρονος τσοπάνης.  Αργότερα, μετά από ένα χρόνο περίπου, οι δυο αυτοί Ιταλοί αποφάσισαν να φύγουν και να ξαναγυρίσουν στην πατρίδα τους.  Ανέβηκαν μέχρι τον Άϊ-Λια, μια πανέμορφη, δασωμένη με έλατα βουνοκορφή βόρια από το χωριό, κι είδαν ένα κοράκι να πετά από πάνω τους.  Ο Πιέρο το θεώρησε κακό σημάδι και αποφάσισε να επιστρέψει στην Καρίτσα.  Ο Αντώνιο συνέχισε πεζοπορία, πήγε στο Λενίδι και μπήκε στο καράβι με τελικό προορισμό την Ιταλία, αλλά μετά τον πιάσανε οι Γερμανοί και τον σκότωσαν μαζί με άλλους συμπατριώτες του. Ο Πιέρο γύρισε πίσω στον Σπύρο Χαγιά να του φυλάει τα γίδια τη νύχτα.  Την αποψινή βραδιά σίγουρα βρισκότανε με τα σφαχτά στο μαντρί.

Οι Γερμανοί όταν ανέλαβαν στήσανε φρουρά στις μεγαλύτερες πόλεις: Σπάρτη, Γύθειο, Μολάους και Μονεμβάσια.  Στην Καρίτσα είχαν έρθει μόνο δυο φορές.  Μπαίνανε μέσα με βήμα ταχύ και βάζανε τους διερμηνείς τους να πουν σε όλους τους χωριανούς να συγκεντρωθούν στην Ευαγγελίστρια, κάτι που ο παπα-Αναστάσης έβλεπε ως τερατώδη ιεροσυλία.  Ήταν ώμος καλά οργανωμένος και πειθαρχημένος στρατός κι οι ντόπιοι τρομάζανε όταν βλέπανε τους άντρες θεριά με τις σβάστικες να αρπάζουν τα στάρια και τρόφιμα τα οποία αποθήκευαν στις σπηλιές στην Αετοφωλιά αντίκρυ στο χωριό.

Ο Θανάσης πίστευε ότι μετά από την αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα, στο δεύτερο εξάμηνο του 1944, η ύπαρξη όλων των αντιστασιακών οργανώσεων είχε ουσιαστικά περατωθεί με τη Συμφωνία της Βάρκιζας, το Φεβρουάριο του 1945, που όριζε τις εξής προϋποθέσεις: Όλες οι παραστρατιωτικές ομάδες να αφοπλιστούν, να εφαρμοστεί αμνηστία για όλες τις προηγούμενες πολιτικές δραστηριότητες, και να διεξαχθεί δημοψήφισμα για το μέλλον της βασιλείας.

Δυστυχώς, όμως, τα τελευταία δυο χρόνια μετά από τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ φαινότανε ότι οι αντικομμουνιστικές ομάδες είχαν κρατήσει τα όπλα τους, χτενίζανε την επαρχία, κυνηγάγανε, βασανίζανε, ακόμη και δολοφονούσανε παλιούς αντάρτες του ΕΛΑΣ και υποστηριχτές του ΕΑΜ. Αυτές οι παραστρατιωτικές ομάδες, γνωστές επίσης ως «Εθνικές Αντικομμουνιστικές Ομάδες Κυνηγών» (ΕΑΟΚ) ήταν συνδεμένες ή είχαν σχέσεις με την οργάνωση Χ, κι ήταν γνωστές συχνότερα ως «Χίτες».  Στην Καρίτσα όποιος ήτανε οπλισμένος και δεν ήτανε κομμουνιστής τον θεωρούσανε Χίτη. Οι Χίτες στο χωριό ήτανε δυο φορές περισσότεροι από τους αντάρτες.

Απέναντι από τον Θανάση Κατσάμπη, στο τραπέζι που παίζανε το τριανταένα, ήταν ο Λεωνίδας Γεωργίου Μαλαβάζος (Μουρχούτας), σαραντάρης, δραστήριος δεξιός, που παρά το ποινικό του μητρώο και φυλάκιση για βίαιη απαγωγή γυναίκας στις αρχές της δεκαετίας του ‘30, λιγότερο από δέκα χρόνια αργότερα οι αρχές τον κρίνανε κατάλληλο να τον διορίσουν αγροφύλακα.  Το 1944, μετά το θάνατο του τότε πρόεδρου, ο Λεωνίδας επιλέχτηκε, πάλι από τις αρχές, να τον αντικαταστήσει.  Δεν εκλέχτηκε από τους χωριανούς, όπως θα φανταζότανε κανείς, άλλωστε ο ελληνικός λαός είχε να δει κάλπη, είτε σε εθνικές είτε σε κοινοτικές εκλογές, εδώ και οχτώ χρόνια, από τότε που επιβλήθηκε η μεταξική δικτατορία το 1936.

Το 1944, περίπου μέσα σε μια βδομάδα στα μέσα του Μάη, ο Γιάννης Κωνσταντίνου Αντωνίου (Ψεύτης), ο τότε πρόεδρος της κοινότητας, και άλλοι τέσσερις χωριανοί είχαν σκοτωθεί στα χέρια των ανταρτών του ΕΛΑΣ.

Αν και περισσότερο από δυο χρόνια παλιό, το πρόσχημα για τουλάχιστον τρεις από τους σκοτωμούς αυτούς ήταν ουσιαστικό επειδή επρόκειτο να έχει αντίκτυπο στην μοίρα πολλών χωριανών, συμπεριλαμβανομένων και κάμποσων γύρω από το τραπέζι του αποψινού τριανταένα.  Αλλά, παρά το γεγονός ότι αυτά τα περιστατικά ήταν σχετικά πρόσφατα, στη γενική σύγχυση και την αναταραχή του καιρού εκείνου κανένας δε φαίνετε να ήξερε με απόλυτη βεβαιότητα όλες τις λεπτομέρειες από την ιστορία ακριβώς όπως είχε ξετυλιχτεί.

Απ’ ότι θυμότανε ο Λεωνίδας Μαλαβάζος, στο σούρουπο της Κυριακής του Πάσχα, 16 του Απρίλη 1944, ο Γιάννης Αντωνίου ήταν μεταξύ των περίπου 25 χωριανών που είχε επιστρατεύσει η ταξιαρχία του Πάνου Κατσαρέα να κουβαλήσουν με μουλάρια δυο φορτία από ρούχα και να τα πάνε από την Καρίτσα το ένα στα Λεβέτσοβα (σημερινές Κροκέες) και το άλλο στη Νεάπολη προς το νότιο άκρο της Λακωνίας.

Όλοι ξέρανε ότι ο Κατσαρέας ήταν ο ιδρυτής των Χιτών στην Λακωνία.  Πριν από αυτό, ήταν πλατιά αναγνωρισμένος στην περιοχή ως εμβληματική προσωπικότητα των ταγμάτων ασφαλείας, στρατιωτικές ομάδες που είχαν δημιουργηθεί από την κατοχική κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη προκειμένου να προσφέρουν υποστήριξη στις γερμανικές ομάδες κατοχής. Τα τάγματα αυτά δρούσαν κάτω από τον ακόλουθο όρκο:

«Ορκίζομαι εις τον Θεόν τον Άγιον τούτον όρκον ότι θα υπακούω απολύτως εις τας διαταγάς του ανωτάτου αρχηγού του γερμανικού Στρατού Αδόλφου Χίτλερ. Ανατεθησόμενός μοι υπηρεσίας και θα υπακούω άνευ όρων εις διαταγάς των ανωτέρων μου. Γνωρίζω καλώς δια μίαν αντίρρησιν εναντίον των υποχρεώσεων μου, τας οποίας δια του παρόντος αναλαμβάνω, θέλω τιμωρηθή παρά των Γερμανικών Στρατιωτικών Αρχών.»

Φαίνεται ότι αυτοί τόσο φοβούνταν την αυξανόμενη επιρροή των κομουνιστών στην Αντίσταση που το θεωρούσαν προτιμότερο, το μικρότερο από δυο κακά, να βρίσκονται στο πλευρό των ξένων κατακτητών και ακόμα να ορκίζονται τέτοιες εξευτελιστικές υποταγές προκειμένου να καταπολεμηθεί αυτή η υπεροχή.

Ο Κατσαρέας, ο σκληρός αυτός ηγέτης της άκρας δεξιάς, είχε μάθει, ή είχε προειδοποιηθεί, ότι κάμποσο καιρό νωρίτερα αντάρτες του ΕΛΑΣ είχαν χτυπήσει εμπορικό κατάστημα ρουχισμού στους Μολάους, είχαν πάρει ό, τι είχε και δεν είχε μέσα και τα είχαν φέρει να τα κρύψουν κάπου στην Καρίτσα.

Ο Κατσαρέας έφτασε στην Καρίτσα τη Μεγάλη Παρασκευή, μόλις τα χωριατόπουλα μαζεύανε αγριολούλουδα στις βουνοπλαγιές και στα χωράφια να στολίσουν τον επιτάφιο προτού την περιφορά γύρω στο χωριό εκείνη τη νύχτα.

Την άλλη μέρα, το Μεγάλο Σάββατο, κοίταξε να βρει τον κρυμμένο ρουχισμό και ανακάλυψε ότι κρατιότανε σε μυστική αποθήκη του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στο λεγόμενο Σωτηραίικο, σπίτι της Μαρουλίτσας Αναστάση Χαγιά.  Ήταν πολύ παλιό σπίτι που κάποτε, στον 19ο αιώνα, το είχε ο Σωτήρος Αναστάση Μαλαβάζος ο οποίος στη συνέχεια το έδωσε προίκα στην κόρη του, τη Μαρουλίτσα, όταν αυτή παντρεύτηκε τον Αναστάση Γεωργίου Χαγιά προς το τέλος του αιώνα.  Το 1944 το σπίτι ήταν άδειο αφού η Μαρουλίτσα, από πολλά χρόνια χείρα, πέθανε τον Νοέμβρη του 1943.

Οι Κατσαραίηδες περάσανε την Κυριακή της Λαμπρής στην Καρίτσα και ενδεχομένως τσούγκρισαν κόκκινα λαμπριάτικα αυγά με ομοϊδεάτες χωριανούς.  Αργά το απόγευμα όμως τους βάλανε να φορτώσουν όλον τον ρουχισμό που ήταν κρυμμένος στις Μαρουλίτσας και εφόσον νυχτώσει να κουβαλήσουνε μερικό στα Λεβέτσοβα και το υπόλοιπο στη Νεάπολη.  Μετά από το κουβάλημα, τη Δευτέρα της Λαμπρής ήταν ελεύθεροι οι αγωγιάτες να ξαναγυρίσουν στα σπίτια τους.

Ο Λεωνίδας θυμάται ότι, δυο-τρεις μέρες μετά την επιστροφή των χωριανών με τα μουλάρια από τα Λεβέτσοβα και τη Νεάπολη, αντάρτες του ΕΛΑΣ είχανε κατεβεί στο χωριό να βρουν εκείνους που είχανε προδώσει την αποθήκη τους.

Πιάσανε τέσσερις χωριανούς και τους κλείσανε στις Μαρουλίτσας. Κρατούμενους είχανε τον Γιώργη Παντελή Τσεμπελή (Φαρμάκη ), 19 χρόνων, τον Σπύρο Παναγιώτη Κρητικό (Σπυράκη), 43 χρονών, τον Λεωνίδα Γεωργίου Τούντα (Λεωνιδάκη), 48 χρονών, και τον Πότη Θανάση Κρητικό, 19 χρονών.

Ενώ η αιχμαλώτιση του Σπύρου Κρητικού και του Λεωνίδα Γεωργίου Τούντα, γνωστών αντιπάλων του ΕΛΑΣ, δεν προξένησε έκπληξη, η κράτηση των δυο 19χρονων νεαρών, του Γιώργη Τσεμπελή και του Πότη Κρητικού, προκάλεσε απορία.  Ο Γιώργης Τσεμπελής δεν είχε μπλεχτεί καθόλου με τα πολιτικά κι ο Πότης Κρητικός έως τότε θεωρούτανε μέλος του ΕΛΑΣ.  Ακόμα πιο ανεξήγητο ήταν ότι από τους τέσσερις κλεισμένους μόνο ο Γιώργης Τσεμπελής κατηγορούταν για την προδοσία της μυστικής αποθήκης.  Οι άλλοι τρεις κρατιόνταν για άλλους απροσδιόριστους λόγους.  Όπως και να έχει η υπόθεση όμως, όλοι τους μείνανε εκεί κλεισμένοι για περίπου δέκα μέρες.

Μετά, τους πήγαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης που είχε το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στο Γεράκι.  Ήταν μια μεγάλη μάντρα με κρατούμενους από τη Λακωνία και τη Νότια Αρκαδία.  Στρατοπεδάρχης ήτανε ο Κώστας Απαλοδήμας ο οποίος κρατούσε τον έλεγχο, δίκαζε, και ρύθμιζε μια συνεχή ροή προσερχόμενων και εξερχόμενων αντιπάλων. Πολλούς κατόπιν τους πηγαίνανε στο μοναστήρι της Έλωνας.

Το μοναστήρι, περίπου 35 χιλιόμετρα από Γεράκι, είναι κρυμμένο μέσα σε μια σπηλιά πάνω σε ένα θεόρατο βράχο ψηλά στον Πάρνωνα.  Χρονολογείται από το 1300 μ.Χ., αλλά το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ τελευταία είχε πετάξει τους καλόγερους και το είχε μετατρέψει σε μικρό στρατόπεδο συγκέντρωσης κυρίως για αντιπάλους που είχαν καταδικαστεί να σκοτωθούν.  Είχε και δικό του ανταρτοδικείο όπου οι ανταρτοδίκες πολλές φορές ήταν κι οι εκτελεστές.

Μετά από 15 μέρες, το ανταρτοδικείο του Απαλοδήμα στο Γεράκι αποφάσισε την μοίρα των τεσσάρων κρατούμενων Καριτσιωτών.  Ενώ τον Σπύρο Κρητικό τον απολύσαν, και τον Γιώργη Τσεμπελή τον έστειλαν εξορία 50 μέρες στη Ρειχιά, απομακρυσμένο χωριό στα κακοτράχαλα κορφοβούνια ανατολικά από το Γεράκι, οι άλλοι δυο, ο Λεωνίδας Γεωργίου Τούντας και ο Πότης Κρητικός, καταδικάστηκαν να σταλούν στην Έλωνα κι ότι υποκρυπτόμενο αυτό υπονοούσε. 

Πιθανό είναι σε μια ή δυο μέρες, ενδεχομένως στις 15 ή 16 του Μάη 1944, οι δυο να εκτελεστήκανε.  Τον ίδιο ακριβώς καιρό άλλος ένας χωριανός, ο Μιχάλης Παναγιώτη Τούντας, 41 χρονών, ενώπιον λαϊκού δικαστηρίου στην Καρίτσα, είχε κατηγορηθεί κι αυτός για την προδοσία της αποθήκης του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και κατά τρόπο φρικιαστικό εκτελέστηκε στις 15 του Μάη λίγο έξω από την Καρίτσα. 

Στο μεταξύ, απ’ ό,τι είχε μαθευτεί στο χωριό, κάτω από εντελώς διαφορετικές περιστάσεις οι δυο άλλοι χωριανοί, δηλαδή ο πρόεδρος Γιάννης Αντωνίου, 38 χρονών, κι ο Λεωνίδας Χρήστου Τούντας, 32 χρονών, είχαν πιο μπροστά συλληφθεί από τον ΕΛΑΣ. Περάσανε από ανταρτοδικείο στην Έλωνα σχετικά με την προδοσία και τη λεηλασία της μυστικής αποθήκης, βρέθηκαν ένοχοι και αμέσως εκτελέστηκαν. Έτσι, στο σύνολο πέντε χωριανοί εκτελέστηκαν στα χέρια του ΕΛΑΣ, όλοι περίπου τον ίδιο καιρό.

Σύντομα κατόπιν ο στιχουργός της Καρίτσας, ο «Κάπα – Πι-και Ροζακλής» σύνθεσε το εξής αφιέρωμα στον σκοτωμένο Λεωνίδα Τούντα, το οποίο είχε μεταδοθεί προφορικά πολλές φορές στο χωριό τα τελευταία χρόνια.

Αγώνα πέρασε πολύ το άραχνο τη νύχτα,

δίχως καρδούλα και ψυχή εβγήκε από την τρύπα.

Σιγά σιγά το πάτησε και πάει πάρα πέρα,

και ο ουρανός άστραψε και του φάνηκε ότι ήταν σφαίρα.

Και πάλι επερπάτησε και πάει σε μια γυναίκα,

λίγο νερό της γύρεψε για να έπλενε καμπόσο αίμα.

Νερό η σκύλα του έδωκε και ήπιε ο καημένος,

και τότε της διηγήθηκε ότι ήταν τραυματισμένος.

Και ψυχικό της έπεσε σε μέρος να τον κρύψει,

ό,τι και αν της έταξαν να μην το μαρτυρήσει.

Και εκείνη η αθεότιμη το πρόστυχο το γένος,

του Θωμά του μίλησε και του λέει εδώ είναι ένας κριμένος

Και ο φονιάς τον άρπαξε στην τρύπα τον επάει,

και το κεφάλι του έκοψε και μέσα στην τρύπα τον ξαναπετάει

Τον καιρό των εκτελέσεων στην Έλωνα ο Γιώργης Τσεμπελής ήδη βρισκόταν στο δρόμο για τη Ρειχιά, εξορισμένος για πενήντα μέρες.  Ο ίδιος πίστευε ότι κάποιος είχε μιλήσει στους αντάρτες γι’ αυτόν κι έτσι σώθηκε.  Του δώσανε ένα έγγραφο και τον έστειλαν λέγοντάς του που να πάει και σε ποιον να το παραδώσει.

Ενώ ο Γιώργης Τσεμπελής έβγαζε στεναγμούς ανακούφισης που το μόνο που είχε να περάσει ήταν εξορία σε άλλο χωριό, ο Λεωνίδας Μαλαβάζος σίγουρα θεωρούσε τον εαυτό του τυχερό που δεν είχε μπει στο στόχαστρο των ανταρτών.  Λαμβάνοντας υπόψη τον πολιτικό του προσανατολισμό και τη δραστηριότητά του, θεωρείται αδιανόητο να μην είχε προσφέρει κρίσιμη βοήθεια και υποκίνηση του Κατσαρέα.

Όπως και νάχει, μετά από το σκοτωμό του Γιάννη Αντωνίου και την άνοδο του ίδιου, τώρα σαν πρόεδρος ο Λεωνίδας Μαλαβάζος κράταγε όλα τα αρχεία και τα μητρώα του χωριού, να μην πούμε τους φακέλους των αριστερών, των υποστηρικτών και των οικογενειών τους. Αλλά και κάτι περισσότερο, ήταν ο μόνος που εξέδιδε όποια πιστοποιητικά οι χωριανοί τύχαινε να χρειάζονται.

Ο Διαμαντής Θανάση Αντωνίου (Ψυχογιός), 37 χρονών, γιος του ιδιοκτήτη του μαγαζιού καθώς και αντιπρόεδρος αναπληρωτής του Λεωνίδα Μαλαβάζου, ήτανε φανερά οπλισμένος και μαχητικός αντικομμουνιστής μέχρι τέλους. Μπορεί να είναι ενδιαφέρον ότι ήτανε άλλοτε γαμπρός του Τάκη Γεωργόπουλου, στελέχους του ΔΣΕ. Κάπου έξι χρόνια νωρίτερα ήταν παντρεμένος για ένα μικρό διάστημα με την Ελένη Γεωργοπούλου (Φασουλού), 20 χρονών, από τον ίδιο πατέρα αδερφή του Γεωργόπουλου, προτού αυτή εξαφανιστεί κατά τρόπο ανεξήγητο με τη δασκάλα του σχολείου Παναγιώτα Τζεφεράκου (κα Νότα), 25, και κατόπιν να θεωρείται σκοτωμένη.  Μέσα σε τρία χρόνια ο Διαμαντής είχε ξαναπαντρευτεί τη Γαρούφο Χρόνη από την Καρίτσα η οποία γέννησε γιο, Θανάση, το 1944 και τον καιρό εκείνο βρισκόταν πάλι έγκυος μετά από το χαμό της κορούλας  τους Στυλιανής πολύ σύντομα μετά τη γέννησή της εδώ και τέσσερις μήνες.

Ο Διαμαντής Στυλιανού Χαγιάς (Δασάρχης), 22 χρονών, ήταν τότε ένας από τους δυο αγροφύλακες της Καρίτσας και ξεχώριζε με τη στολή του.  Αισθανότανε κάποια ασφάλεια και συναισθηματική ταύτιση μέσα σ’ αυτούς τους τέσσερις τοίχους αφού εδώ είχαν νοικιάσει οι γονείς του κι είχανε μπει ως νιογάμπρια το 1923˙ εδώ τον είχε γεννήσει η μητέρα του το χειμώνα του 1924˙ και, κάτι που τον βασάνιζε φοβερά,  εδώ είχε πεθάνει η μητέρα του 38 μέρες αργότερα.  Αν, όμως, μπορούσε η μακαρίτισσα να τον έβλεπε τώρα, πόσο περήφανη θα ήταν!  Ολόκληρο παλικάρι, μόνο 22, και από τώρα αγροφύλακας.  Ο Διαμαντής είχε διαδεχτεί τον δεύτερό του ξάδερφο, το Λεωνίδα Μαλαβάζο, στη θέση αυτή πριν δυο χρόνια όταν εκείνος είχε διοριστεί πρόεδρος. Του είχε περάσει από το νου, μήπως αυτή ήταν η σειρά προόδου στα σκαλοπάτια του χωριού; μήπως προοριζότανε μια μέρα κι αυτός να γίνει πρόεδρος; Αλλά, προς το παρόν, ο νεαρός είχε μια πολύ δύσκολη και αχάριστη δουλειά να κάνει.  Έπρεπε πάντοτε να φοράει τη στολή, να πηγαινοέρχεται όλη μέρα, μερικές φορές ακόμη και τη νύχτα, να κοιτάζει τους κήπους, τα χωράφια και τα βοσκοτόπια προκειμένου να αποτρέπει τυχόν παραβάτες και να τιμωράει φταίχτες. Αναπόφευκτα και συνέχεια είχε να κάνει με διαφωνίες, με καυγάδες και νταραβέρια με τους ντόπιους στα δικαστήρια.

Ο Γιώργης Γιάννη Αντωνίου (Γύφτος), 37 χρονών, αγρότης και σιδηρουργός και κουρέας, καθώς και υποστηριχτής του ΔΣΕ ήταν κι αυτός στο ίδιο τραπέζι.  Ένας από τους έξι εν ζωή αδερφούς του, ο Αντρέας, 26 χρονών, και η νεαρή του γυναίκα η Κατερίνα από το γειτονικό Κοσμά ήταν του ΔΣΕ οπλισμένοι αντάρτες στα βουνά αλλά πολύ πιθανό όχι με το απόσπασμα που περικύκλωνε το χωριό τη στιγμή εκείνη.  Παλιότερα, και ο Αντρέας και η Κατερίνα ήτανε ενταγμένοι στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.

Άλλοι Καριτσιώτες που για κάποιο διάστημα είχαν αγωνιστεί στις τάξεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στον Πάρνωνα και στον Ταΰγετο στη Λακωνία περιλαμβάνουν: τον πρώτο ξάδερφο του Γιώργη Αντωνίου, τον Γρηγόρη Δημητρίου Χαγιά (Μπάλα), 35 χρονών, πατέρα τεσσάρων παιδιών˙ τον Παντελή Κωνσταντίνου Μαλαβάζο (Μάλαμα), 32 χρονών, κι αυτός πατέρας τεσσάρων παιδιών, τσαγκάρης, και ψάλτης που βοηθούσε τον παπά-Αναστάση στην Ευαγγελίστρια˙ το Θεόδωρο Γεωργίου Σταυριανό (Καπετάν Γκρη), πατέρα τριών παιδιών που καταγότανε από τον Κοσμά της Αρκαδίας αλλά είχε εγκατασταθεί στην Καρίτσα εδώ και 25 χρόνια, από τότε που παντρεύτηκε Καριτσιωτοπούλα˙ το Βασίλη Γιάννη Μαλαβάζο (Μπέη), 24 χρονών, ο οποίος ήταν ακόμα ανύπαντρος, είχε πολεμήσει στον ταχτικό στρατό ενάντια στους Ιταλούς και τους Γερμανούς το 1940-41, και κατόπιν εντάχτηκε στην εαμική Αντίσταση˙ οι δυο Ρουμελιωταίοι, ο Μήτσος και ο Παναγιώτης, 24 χρονών, ανύπαντροι γιοι του Σπύρου Μαλαβάζου· κι ασφαλώς ο νωρίτερα αναφερόμενος Πότης Αθανασίου Κρητικός.

Όλοι τους είχαν δώσει τούτο τον όρκο του ΕΛΑΣ μπροστά σε αντιπρόσωπο του ΕΑΜ:

«Ορκίζομαι στον ελληνικό λαό και στη συνείδησή μου, ότι θα αγωνιστώ έως την τελευταία σταγόνα του αίματός μου δια την πλήρη απελευθέρωση της Ελλάδας από τον ξενικό ζυγό˙ ότι θα αγωνιστώ για την περιφρούρηση και κατοχύρωση των ελευθεριών και όλων των κυριαρχικών δικαιωμάτων. Για το σκοπό αυτό θα εκτελώ τις εντολές και οδηγίες των ανωτέρων μου οργάνων και θα αποφεύγω κάθε πράξη που θα με ατιμάζει σαν άτομο και σαν αγωνιστή.»

Κανένας από τους παραπάνω ορκισμένους  δεν ήταν στο Καφετζαίικο εκείνη τη νύχτα.  Ένας είχε εκτελεστεί εφτά μήνες νωρίτερα, άλλος ένας ή δυο είχανε φύγει στην Αθήνα, κανά δυο ίσως παίζανε χαρτιά αλλού στο χωριό, ενώ είναι αρκετά πιθανό μερικοί να ήτανε με τους συντρόφους τους που είχαν μαζευτεί μόλις έξω από την Καρίτσα.

Όταν, πριν λίγο παραπάνω από δυο χρόνια, εμφανίστηκαν οι Χίτες να ξαπολάνε άγριες επιθέσεις ενάντια στους παλιούς μαχητές και υποστηριχτές του ΕΛΑΣ μερικοί, όπως ο Γρηγόρης Χαγιάς, ο Βασίλης Μαλαβάζος, ο Γιώργης Γιάννη Κατσάμπης (Λιράς), 25 χρονών, κι ο Αναστάσης Θεοδώρου Τούντας (Έλιουρας), 26 χρονών, αναζήτησαν καταφύγιο στην Αθήνα. Άλλοι όπως ο αδερφός και η νύφη του Γιώργη Αντωνίου, ο Αντρέας και η Κατερίνα, ξαναπήρανε τα όπλα και σκορπίσανε με ανταρτοομάδες στα βουνά.

Μόνο τέσσερις ημέρες πριν, την Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 1946, το κομμουνιστικό κόμμα είχε ξαναγκαλιάσει αυτές τις ομάδες, τις είχε μετονομάσει ΔΣΕ, και, χρεώσει με την ευθύνη να κατανικήσουν τους αντιπάλους και να ανοίξουν το δρόμο για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της Ελλάδας.  Δεν υπήρχε αμφιβολία στο νου καθενός, λιγότερο απ’ όλους στου Γιώργη Αντωνίου, ότι η γραμμή στην άμμο είχε ήδη χαραχθεί κι ότι είτε το θέλανε ή όχι σε λίγο όλοι οι χωριανοί θα χρειαζότανε να πάρουν καθαρή θέση υπέρ του ενός ή του άλλου. 

Αλλά τη νύχτα αυτή το γεγονός ότι ο ίδιος ήτανε εκεί, στο Καφετζαίικο, και ιδίως σε εκείνο το τραπέζι, τουλάχιστον έδειχνε ότι στις γιορτές, στην κολιτσίνα, στην ξερή και στο τριανταένα, τα πολιτικά φρονήματα δε χωρίζανε τους χωριανούς αν και οι περισσότεροι κεντρώοι και οπαδοί του ΔΣΕ σύχναζαν στην ταβέρνα του Κατσάμπη.

Έκτός από έναν, το κέφι, το κρασί και το τριανταένα συνέχιζε όλη τη νύχτα.  Ήτανε, ωστόσο, ολοφάνερο ότι ο Διαμαντής Αντωνίου ήταν ανήσυχος και σκοτισμένος.  Δεν συμμετείχε στο παιχνίδι, φαινότανε να περπατάει σε αναμμένα κάρβουνα, στενοχωρημένος, ίσως ακόμα και λίγο φοβισμένος.  Με το τουφέκι στον ώμο, φαινότανε ότι η σκέψη του ήτανε αλλού, κάθε λίγο και λιγάκι πηγαινορχότανε πέρα-δώθε και μπαινόβγαινε από το μαγαζί.  Ήξερε μήπως κάτι που οι άλλοι χωριανοί δε ξέρανε, ή τον κατείχε κάποια σκοτεινή προαίσθηση;

Αργότερα μαθεύτηκε ότι είχε καλό λόγο να προσέχει αφού μέχρι τότε ο ΔΣΕ είχε μπει μέσα στο χωριό κι είχε μάθει ποιοι και ποιοι ήτανε που παίζανε τριανταένα στο Καφετζαίικο.  Πράγματι ο ΔΣΕ σκέφτηκε να επιτεθεί με χειροβομβίδες και σίγουρα να σκοτώσει όλους μέσα κει, αλλά ο ίδιος ο Γεωργόπουλος απέρριψε τη σκέψη αυτή από σεβασμό προς το Θανάση Κατσάμπη.

Το τριανταένα διαλύθηκε κοντά στα χαράματα, όλοι ανταλλάξανε ευχές, δώσανε τα χέρια και είπαν, «Χρόνια Πολλά…»˙ απλά αυτό, δίχως να συμπληρώσουν με αυτό που ο καθένας ποθούσε περισσότερο, «να είναι ευτυχισμένο, παραγωγικό και ειρηνικό το 1947!»  Σε τέτοιους καιρούς γενικής θλίψης, πείνας, κακομοιριάς και αβεβαιότητας τέτοια καλύτερα δε λέγονταν.

Έτσι, τη στιγμή που οι αντάρτες του ΔΣΕ πιάνανε θέσεις κλειδιά στο χωριό, οι χαρτοπαίχτες παρέες-παρέες δυο και τρεις μαζί σιγά-σιγά παίρνανε τα διάφορα μονοπάτια για τα σπίτια τους.  Ο Θανάσης Κατσάμπης και ο Διαμαντής Αντωνίου πήραν το μονοπάτι προς το αλώνι, ο Λεωνίδας Μαλαβάζος ανηφόρισε προς τη βρύση, ενώ ο Διαμαντής Χαγιάς κι ο Γιώργης Αντωνίου έφυγαν μαζί στο δρομάκι που περνούσε από το πηγαδάκι στο Λεύκο και πήγαινε προς το Μέλεγο όποτε χωρίσανε στο Γουβί δίπλα στο σπίτι της Μαρουλίτσας ˙ ο Διαμαντής τράβηξε την ανηφόρα και ο Γιώργης τη κατηφόρα, κατευθείαν στα σπίτια τους να κοιμηθούν κανά δυο ώρες με σκοπό να ξανανταμωθούν στην εκκλησία το πρωί για τη δοξολογία της πρωτοχρονιάς.

Στην κατηφόρα, πριν φτάσει στο σπίτι του, ο Γιώργης πέρασε το δυστυχισμένο χαμοκάλυβο της οικογένειας του Θεόδωρου Αναστασίου Τούντα (Καραμέλου) του οποίου η γυναίκα, η μαυροντυμένη Διαμάντω, πρώτη ξαδέρφη του πατέρα του, και τα παιδιά της θρηνούσαν την τραγική του απώλεια λιγότερο από τρεις μήνες νωρίτερα.  Ο μπάρμπα-Θόδωρος, όπως τον έλεγε ο Γιώργης, καθώς κι ο μικρότερός του αδερφός ο Αλέξης ήταν ιδεολόγοι επαναστάτες ταγμένοι στο σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της Ελλάδας.

Ο Αλέξης Αναστασίου Τούντας, δώδεκα χρόνια μικρότερος από το Θόδωρο, ήταν μέλος του κομμουνιστικού κόμματος και τη δεκαετία του 30 πολύ δραστήριος ενάντια στο δικτατορικό καθεστώς του Ιωάννη Μεταξά. Το 1936, είχε διεκδικήσει έδρα για το «Παλλαϊκό Μέτωπο», οργάνωση βιτρίνα του κομουνιστικού κόμματος στη Βουλή των Ελλήνων.  Παρόλο που ο ίδιος δεν πέτυχε, η οργάνωσή του κέρδισε 15 από τις 213 έδρες, αλλά την ίδια χρονιά, μετά από την απαγόρευση του κόμματος, βρέθηκε μαζί με 600 συντρόφους φυλακισμένος στην Ακροναυπλία.  Δεν τον αποφυλακίζανε διότι δεν υπέγραφε τη σχετική δήλωση μετανοίας να αρνείται το κομμουνιστικό κόμμα.  Τον καιρό της γερμανικής κατοχής, το 1942 ή 43, τον παρέδωσαν στους Γερμανούς και τον πήγαν στην Κατούνα Ξηρομέρου της Αιτωλοακαρνανίας όπου θεωρείται ότι τον εκτελέσανε.

Στην Καρίτσα ο Θεόδωρος, 56 χρονών, το επάγγελμα γεωργός και τσαγκάρης, συνέχισε να παροτρύνει τον κόσμο για κοινωνική αλλαγή.  Πέρα από την ηθική υποστήριξη στο ΕΑΜ και ΕΛΑΣ, η οικογένειά του είχε συμβάλει στην καθιέρωση στην Καρίτσα της ΕΠΟΝ (Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων), πτέρυγα νεολαίας του ΕΑΜ, να εκπαιδεύσει στελέχη που θα συνεχίσουν τον αγώνα στο μέλλον.  Το 1943, στο κίνημα της ΕΠΟΝ στο χωριό, ο γιος του Αναστάσης, 22, και η κόρη του Στέλλα, 17, είχαν οργανώσει ενδιαφερόμενα παιδιά, ηλικίας 7 – 15, σε δυο ομάδες.  Αετόπουλα  ήταν το όνομα των αγοριών ενώ τα κορίτσια τα λέγανε Γερακίνες.  Στόχος τους ήταν να αγωνιστούν για τα δικαιώματά τους: να μην πεθάνουν από την πείνα και να μην είναι πια γυμνά, αλλά να έχουν σχολείο, ψωμί, φάρμακα, και ψυχαγωγία στη ζωή τους.

Οι δαρστηριότητες αυτές είχαν κάνει το Θεόδωρο στόχο, τόσο που το φθινόπωρο του 1946 κυνηγήθηκε και συλλήφθηκε από τη χίτικη ταξιαρχία του Κώστα Μπαθρέλλου, των «Αετών της Μάνης».  Τον γδύσανε και τον δέσανε στον πάσαλο στο πέτρινο αλώνι, στο κέντρο του χωριού, δίπλα στην εκκλησία, όπου μόλις έναν μήνα νωρίτερα οι χωριανοί αλωνίζανε τα στάρια, τα κριθάρια και τις φακές τους. 

Την μοιραία αυτή μέρα, όμως, οι Χίτες σημαίνανε τις καμπάνες τις Ευαγγελίστριας να φέρουν τους χωριανούς από τα σπίτια τους να δούνε τι περίμενε τον αιχμάλωτό τους.  Οι ντόπιοι κοιτάζανε ταραγμένοι καθώς οι «Αετοί της Μάνης» με βρεγμένες τριχιές δέρνανε τον άτυχο χωριανό μέχρι ετοιμοθάνατο.  Κατόπιν τον πήραν από το χωριό να τον αποτελειώσουν μέσα στο ρέμα κάτω από το Μακαραίικο Παλιοκάλυβο, στο δρόμο προς το Γεράκι. Εκεί πήγε αργότερα ο παπα-Αναστάσης επί τόπου να τον διαβάσει και οι δικοί του να τον θάψουν με έναν απλό ξύλινο σταυρό να σημαδεύει τον τόπο που βγήκε η ψυχή του.

Στην ανηφόρα, προτού φτάσει στο σπίτι του πατέρα του, ο Διαμαντής Χαγιάς πέρασε το διπλανό λυπημένο σπίτι του Θεόδωρου Σταυριανού, του λεγόμενου Καπετάν Γκρη, του οποίου η οικογένεια, η μαυροφορούσα γυναίκα του Νικολέτα και τα τρία παιδιά της, θρηνούσανε το χαμό του αφεντικού της φαμελιάς. Ο Θεόδωρος, αρχικά από τον Κοσμά είχε έρθει και είχε εγκατασταθεί στην Καρίτσα στις αρχές της δεκαετίας του '20 όταν παντρεύτηκε τη Νικολέτα Ρήγα, δεύτερη ξαδέρφη του Διαμαντή. Ο Θεόδωρος είχε σκοτωθεί κάπου εφτά μήνες νωρίτερα.  Τον κυνηγούσανε οι Χίτες, τον πιάσανε στο χωριό και τον πήγανε να τον σκοτώσουνε σε ομαδική εκτέλεση στον Αγιαννάκη έξω από την Σκάλα το Μάη του 1946.

Ο Διαμαντής λυπότανε από την γενική θλίψη στο χωριό.  Η δικιά του η οικογένεια δεν είχε αποφύγει την κατάρα της εποχής.  Ο μικρός του αδερφός, ο δεκάχρονος Παναγιώτης είχε κι αυτός σκοτωθεί μερικούς μήνες νωρίτερα όταν μερικά πιτσιρίκια βρήκανε σε παλιό πηγάδι χειροβομβίδα που εξερράγη. Πιθανό να την είχαν αφήσει οι Γερμανοί, ή οι Χίτες, ή οι αντάρτες του ΕΛΑΣ.

Όταν είχε κιόλας αρχίσει να χαράζει πάνω στη Αετοφωλιά ο Γιάννης Χρήστου Κατσάμπης (Γιαννηπόφολος), 51 χρονών, που έμενε στην πέρα άκρη της Καρίτσας, κάπου 150 μέτρα πάνω από το σπίτι του Διαμαντή, είχε πάρει το κυνηγετικό του τουφέκι να βγει καμιά ώρα μήπως το πρωτοχρονιάτικο γούρι του φέρει κάνα λαγό προτού πάει στη εκκλησία.  Στο δρόμο έξω από το χωριό, προς μεγάλη του έκπληξη, έπεσε πάνω σε λόχο από αντάρτες.  Ήταν ο πρώτος χωριανός την μέρα κείνη που είδε τους μαχητές του ΔΣΕ και αναρωτήθηκε με πολλή ανησυχία τι καταραμένες συνέπειες ο καινούργιος χρόνος είχε να φέρει στο αγαπητό του το χωριό, στη φαμελιά του, στους πολλούς του φίλους και συγγενείς;  Μπροστά, όμως, σ’ αυτούς τους αντάρτες με τις απεριποίητες άγριες γενειάδες και αχτένιστα μαλλιά έπρεπε να φανεί ατάραχος και να μη δείξει ούτε υποστήριξη για να μην τον επιστρατεύσουν ως σύμμαχο του ΔΣΕ, ούτε εχθρότητα φοβούμενος μην τον πάρουν ως συνεργάτη με τους Χίτες.

Μέχρι τώρα οι αντάρτες είχαν στήσει φυλάκια σε στρατηγικά σημεία, με δυο-τρεις άντρες στο καθένα, για να κόβουν τη διαφυγή εκείνων που θέλανε να πιάσουν.  Στην αρχή η πρόθεσή τους ήταν να αφήσουν τους χωριανούς να πάνε στην εκκλησία το πρωί για να γιορτάσουν του Αϊ-Βασιλιού και την πρωτοχρονιά και κατόπιν να προχωρήσουν σε συλλήψεις γνωστών εχθρών, ξόφλημα παλιών λογαριασμών, απαλλοτρίωση τροφίμων, και μάζεμα μουλαριών.  Το σχέδιο αυτό, όμως, χρειάστηκε να επισπευτεί μετά από τη συνάντηση με το Γιάννη Κατσάμπη και η παρουσία τους να γίνεται όλο και πιο γνωστή στους χωριανούς.  Αμέσως τότε πήραν τον έλεγχο σε όλες τις γειτονιές, ψάχνοντας τα σπίτια, τα μαγαζιά και τα μονοπάτια για να πάνε όλους τους άντρες του χωριού στην Ευαγγελίστρια, την κύρια εκκλησία.  Όλα αυτά μέχρι τις δέκα εκείνο το πρωί.

Ενώ γίνονταν όλα αυτά, ο Δημήτρης Στυλιανού Χαγιάς, 16χρονος και πιο μικρός αδερφός του Διαμαντή, ήδη είχε σηκωθεί και μέχρι τώρα είχε σκαρφαλώσει τις πέτρινες πλαγιές της Ράχης Ασφάκα κουβαλώντας ένα κουβά νερό για τις γίδες που βοσκάγανε στην Αετοφωλιά.  Όταν ξαναγύριζε, στην κατηφόρα από τη ράχη, ο αέρας και το χειμωνιάτικο κρύο δάγκωνε άσχημα στο πρόσωπό του ενώ ο μεταλλικός κουβάς στον ωμό του γυάλιζε στον πρωινό ήλιο.  Κατά λάθος, οι αντάρτες που επιφυλασσόντουσαν από οτιδήποτε ελάχιστα ύποπτο, πήραν το γυάλισμα του κουβά για πολυβόλο και άρχισαν να πυροβολούν στην κατεύθυνση του ανυποψίαστου Δημήτρη.  Ο κακομοίρης γλίτωσε μόνο και μόνο από την  απελπισμένη κραυγή, τα κλάματα, τους απαρηγόρητους λυγμούς και τα παρακάλια της μάνας του, της Κατερίνας, που φώναζε, «Δεν είναι τουφέκι, είναι τέστα!».

Στο μεταξύ στο σπίτι, ο κατακουρασμένος και μισοκοιμισμένος προγονός της Κατερίνας, ο Διαμαντής, είχε βγάλει τα παπούτσια του, είχε ξεντυθεί από τη στολή του αγροφύλακα, προσεχτικά είχε κρεμάσει το σακάκι στη ψάθινη καρέκλα κι είχε βάλει το καπέλο με την κορόνα στο κάθισμα, έτοιμος να ξαπλώσει κάτω από τη βελέντζα πάνω στο σάγισμα στη γωνιά δίπλα στο τζάκι.

Ξαφνικά, όμως, κροτάλισμα πολυβόλων από κοντά έξω τον τρόμαξε και τον τάραξε τόσο πολύ που τον έκανε να αρπάξει τα χαρτιά και τους φακέλους που κράταγε σαν αγροφύλακας, καθώς και μερικές χειροβομβίδες, να τα κρύψει έξω από πίσω.  Ξαναμπήκε μέσα για να βάλει τα ρούχα του και κατόπιν να βρει καταφύγιο αλλού, ενδεχομένως δίπλα στο Σταυριαναίικο το οποίο, προς τιμή του χαμένου συντρόφου, θεωρούτανε λιμάνι σωτηρίας από τους αντάρτες του ΔΣΕ. Αλλά να που μόλις άνοιξε την πόρτα ήρθε αντιμέτωπος με τους αντάρτες και αυτόματα τουφέκια στραμμένα καταπάνω του. «Ο αγροφύλακας, που είναι;» απαιτήσανε να μάθουνε, «και που είναι το τουφέκι του;»

«Εγώ είμαι ο αγροφύλακας,» απάντησε ο Διαμαντής, «τουφέκι δεν έχω!»  Αλλά στην πραγματικότητα κράταγε τουφέκι, ένα δανεισμένο, που το έπαιρνε μαζί του όταν γύριζε, αλλά δε τόλμαγε να παραδεχτεί κάτι τέτοιο, σε εχθρικές περιστάσεις σαν αυτές.

Οι αντάρτες κατόπιν μπήκανε μέσα και κάνανε τα πάντα άνω-κάτω, τόσο τη γωνιά και το πάτωμα από πάνω όπου μένανε ο πατέρας του, η μητριά κι όλα τα αδέρφια του όσο και το κατώι από κάτω όπου βάζανε τα ζώα, το άχυρο και τις λαήνες γεμάτες λάδι που τελευταία είχανε βγάλει στο λιοτριβείο δίπλα στην εκκλησία. Η φετινή ήταν καλή  συγκομιδή και καταφέρανε να βγάλουν κάπου 300 οκάδες λάδι που το κρατούσαν σε έξι μεγάλες λαήνες.   Οι αντάρτες χτενίσανε τα πάντα ψάχνοντας για το όπλο που υποψιάζονταν  ο Διαμαντής να έχει. Στη βιασύνη τους σπάζανε και σκορπίζανε τα πράγματα του σπιτιού όπου βάλει ο νους σου.  Ευτυχώς που δεν πειράξανε το λάδι!

Η επίμονη ανάκριση για το τουφέκι κατέληξε με τους κατήγορους και το Διαμαντή να λένε πάλε και πάλε τα ίδια και τα ίδια: «Το έχεις,» αυτοί, «Δε το ‘χω,» αυτός.  Ο Διαμαντής γνώριζε έναν απ’ αυτούς, εκείνον με το κουλό το χέρι, που ήταν ο Νίκος ο Λιακάκης από το Βλαχιώτη.  Φανερά αγριεμένος, ένας άλλος αντάρτης αγριοκοιτάζοντας το Διαμαντή και τη φαμελιά του, σε μια απότομη έκρηξη οργής, σχεδόν φανέρωσε το πρόσχημα του ΔΣΕ για την επίθεση στο χωριό.  «Το Θόδωρο το Τούντα και το Θόδωρο το Σταυριανό,» ούρλιαζε κατακόκκινος από τα νεύρα του, «θα τους πληρώσετε με αίμα.»

«Άμα, όπως λέτε, σκότωσα το Θόδωρο το Σταυριανό,» είπε ο πολιορκημένος Διαμαντής στρέφοντας στην λογική, «γιατί είναι ο γιος του εδώ;»  Δίπλα ήδη ήταν ο Παναγιώτης Θεοδώρου Σταυριανός, 14 χρονών, που όταν άκουσε την φασαρία είχε τρέξει να συμπαρασταθεί στο γείτονά του.

«Κι εσύ ποιος είσαι;» ζήτησαν οι αντάρτες να μάθουν από τον Παναγιώτη.

«Είμαι ο Παναγιώτης, γιος του Θόδωρου του Σταυριανού,» απάντησε περήφανα, αλά δεν του δώσανε σημασία.

Και καθώς το Διαμαντή τον τραβάγανε προς μια ενδεχομένως δυσοίωνη πορεία προς τα βουνά ο Παναγιώτης έτρεξε να βρει τη χήρα μάνα του, τη Νικολέτα. «Πήρανε το Διαμαντή!» της φώναξε λαχανιασμένος.

Ο Διαμαντής, που φοβόταν το χειρότερο, ήδη σκεφτότανε πώς να αρπάξει κανά τουφέκι από τους βασανιστές του για να γλιτώσει.  Ευτυχώς όμως γι αυτόν, η Νικολέτα βγήκε στο παράθυρο στο μπαλκόνι και απαίτησε, «Να αφήσετε το παιδί ελεύθερο και να φύγετε!»

Ρωτήθηκε αμέσως ποια είναι, κι αυτή χτυπώντας τα στήθη της με αγανάκτηση τους σκούζει, «Είμαι η γυναίκα του Θόδωρου του Σταυριανού!»  Ο Διαμαντής αμέσως αφέθηκε ελεύθερος αλλά του είπαν να πάει με τον αδερφό του, το Δημήτρη, στην κεντρική εκκλησία, στην Ευαγγελίστρια.   

Έτσι ο Διαμαντής Χαγιάς, μαζί με τον αδερφό του, το Δημήτρη, και τον Αποστόλη Χρήστου Χαγιά, 40 χρονών, γείτονα, δεύτερο ξάδερφο, και σε άγνοιά όλων μελλοντικό πεθερό του Διαμαντή, τραβήξανε προς την Ευαγγελίστρια φοβισμένοι και ταραγμένοι με το τι μπορούσε να τους περιμένει ακόμη από τους αντάρτες. Ο πατέρας του Διαμαντή, ο Στυλιανός Διαμαντή Χαγιάς (Δράτσας), 57 χρονών, κι ο αδερφός του, ο Γιώργης, 18, δεν πήγαν μαζί τους επειδή ήταν στο καλύβι στα χωράφια.  Κάποιοι έπρεπε να φυλάνε τα σφαχτά στα χωράφια, να προσέχουν τις έγκυος προβατίνες στα μαντριά, να προφυλάσσουν τα νεογέννητα και να ποτίζουν τις αγελάδες.

Η Ευαγγελίστρια, στην άλλη γειτονιά του χωριού, τριγύρω της το μνημείο των πεσόντων, τα σφονταμάκια, το σχολείο, το αλώνι, το λιοτριβείο και οι λαχανόκηποι, κατέχει την καλύτερη θέση στην Καρίτσα. Η  εντυπωσιακή της μονόκλιτη δομή, με το μαρμάρινο άνθρακα, το ψηλό καμπαναριό, τα κόκκινα κεραμίδια στη σκεπή και ο τρούλος την κάνουν το πιο σπουδαίο χτίσμα τόσο πνευματικά όσο και πολιτιστικά της Καρίτσας.  Είναι το μεγαλύτερο χτίριο στο χωριό με τη περισσότερη χωρητικότητα. Ίσως γιαυτό οι αντάρτες τη μέρα κείνη, όπως οι Γερμανοί παλιότερα και οι Χίτες αργότερα, την είχαν επιλέξει για να συγκεντρώσουνε όλους τους άντρες του χωριού στο ίδιο σημείο.

Όταν ο Διαμαντής, ο Αποστόλης κι ο Δημήτρης, περάσανε το κατώφλι της κύριας θύρας της εκκλησίας οι περισσότεροι άντρες του χωριού ήτανε ήδη εκεί μαζεμένοι, τρομοκρατημένοι μπροστά στα δύστυχα και βασανισμένα πρόσωπα τριών συγχωριανών  που είχανε επιλεχτεί να εκτελεστούν.  Λίγο νωρίτερα, παραλίγο να είναι τέσσερις στη σειρά θανάτου.  Μπροστά στα μάτια των ταραγμένων χωριανών οι αντάρτες έφεραν σβάρνα από τα μαλλιά τον Αργύρη Γιάννη Κατσάμπη (Βατσούρα), 33 χρονών, υπό την υποψία ότι ήταν οπλισμένος. Πρόκειται για παρόμοια περίπτωση με αυτή του νεαρού τσοπάνη με την τέστα που γυάλιζε στον ήλιο.  Οι αντάρτες φαίνεται να είδαν από μακριά κάτι πάνω στον Αργύρη που γυάλιζε και το πήραν ξανά για όπλο.  Ευτυχώς, όμως, γλίτωσε, χάρη στη μεσολάβηση του δεύτερου θείου του, του Νικόλα Προφύρη, ο οποίος ήταν σεβαστό πρόσωπο κι από τις δυο πλευρές.  «Αυτός ο φτωχός,»  τους τόνισε, «δεν έχει ούτε μαχαίρι να κόψει το ψωμί του!»

Αλλά, ενώ ο Αργύρης Κατσάμπης γλίτωσε, ο Σπύρος Κρητικός ο πιο μικρός ξάδερφός του, ο Γιώργης Κρητικός, κι ο Θεοφάνης Τούντας παρέμειναν στη σειρά θανάτου, τα χέρια τους δεμένα με κεριά και οι τρεις να τρέμουν, σαν τα φύλλα στα σφονταμάκια, αναμένοντας μια μοίρα πέρα από τον έλεγχό τους.

Ο Σπύρος Παναγιώτη Κρητικός (Σπυράκης), 46 χρονών,  ήτανε παντρεμένος οικογενειάρχης με τέσσερα μικρά παιδιά. Ήταν ένας από τους τέσσερις χωριανούς που είχαν συλληφθεί από τον ΕΛΑΣ την άνοιξη του 1944 για απροσδιόριστους λόγους. Τον είχαν κλείσει στις Μαρουλίτσας την μυστική αποθήκη του ΕΛΑΣ στην Καρίτσα περίπου δέκα μέρες και κατόπιν άλλες 15 μέρες κράτηση στο στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Γεράκι, προτού περάσει από ανταρτοδικείο για όποιες κατηγορίες και αφεθεί ελεύθερος.  Ήτανε ωστόσο αυτοαποκαλούμενος Χίτης και φανατικός εχθρός των κομμουνιστών.

Ο νεαρός Γιώργης Θανάση Κρητικός (Σούφρας), 19 χρονών, είχε αυτό το παρατσούκλι επειδή ήταν ψηλός και αδύνατος.  Μερικές φορές τον λέγανε και Χελωνά επειδή σαν επίδειξη τόλμης ήθελε να δαγκώνει και να κόβει τα κεφάλια από χελώνες που έβρισκε να σέρνονται ήσυχα στη Μισορράχη αντίκρυ από το σπίτι του.

Από μικρός ένιωθε αδικημένος για το καταραμένο μοιρόγραφτο που η οικογένειά του είχε φορτωθεί.  Ο πατέρας του, ο Θανάσης, πέθανε όταν αυτός ήταν μόλις δυο χρονών, κι ο μεγαλύτερος του αδερφός, ο Πότης, τεσσάρων χρονών, ενώ η μικρή του αδερφή δεν είχε ακόμα βαφτιστεί, γιαυτό πήρε και το όνομα Αθανασία, από τον πατέρα που είχε χάσει. Η μητέρα του, η Ελένη, έκανε ό,τι μπορούσε να τα φέρει πέρα αλλά τελικά χρειάστηκε να δώσει τον Πότη ψυχογιό στο θείο του τον Δημήτρη στην Κουνουπιά ώστε να τα καταφέρει.  Όλα αυτά φαίνετε να προκάλεσαν ψυχικά πλήγματα στον νεαρό Γιώργη, τη ταραγμένη ψυχή, από τότε που ήταν ακόμα στο σχολείο.  Ο δάσκαλός του έλεγε προγνωστικά ότι, «Κάποτε αυτό το παιδί είτε θα σκοτώσει είτε θα το σκοτώσουν!»  Στα εφηβικά του χρόνια έτρεφε αντιπάθεια για κάθε αρχή κι όταν ο Πότης, που είχε προσχωρήσει στο ΕΛΑΣ εκτελέστηκε την άνοιξη του 1944 από τους ίδιους τους συντρόφους του για λόγους απροσδιόριστους, ο Γιώργης άρχισε να εκφράζει πικρά συναισθήματα προς αυτούς και ανοιχτά να αυτοαποκαλείται Χίτης.

Ο Θεοφάνης Παναγιώτη Τούντας, 32 χρονών,  δεν είχε ανακατευτεί πουθενά αλλά ήταν λίγο κουτούτσικος κι όταν τον πειράζανε έκανε προκλητικές απειλές ενάντια στους κομμουνιστές ιδιαίτερα μετά από την εκτέλεση του αδερφού του, του Μιχάλη, την άνοιξη του 1944 από αντάρτες του ΕΛΑΣ.  Λένε ακόμα ότι παρευρισκότανε εκεί, και έριξε κι αυτός μια ματσουκιά, όταν τον Απρίλη του 46 χωριανοί Χίτες βαράγανε τον Αντώνη Κωσταντίνου Μαλαβάζο (Σκαλτσόρο ), 33 χρονών, ο οποίος πέθανε από το ξύλο τη νύχτα κείνη.   Η απίστευτη αυτή βαρβαρότητα απλά επειδή ο Αντώνης έτυχε να είναι μικρότερος αδερφός του Παντελή που είχε βγει στο κλαρί με τις ανταρτοομάδες στα βουνά.  Σχεδόν η ίδια συμμορία από ντόπιους Χίτες, με εξαίρεση το Θεοφάνη, ήταν υπεύθυνοι για μια σειρά από άλλες βαρβαρότητες στο χωριό ενάντια μελών των οικογενειών των ανταρτών του ΕΛΑΣ, όπως την απρόκλητη επίθεση κατά του Δημήτρη Γρ. Χαγιά (Γερο-Μπάλα), 50 χρονών, πατέρα του Γρηγόρη που ήδη είχε φύγει για ασφάλεια στην Αθήνα.  Στις αρχές του Νοέμβρη 1945 ενώ φύλαγε γιδοπρόβατα λίγο πιο πέρα από το καλύβι του δέχθηκε άγρια επίθεση και βασανίστηκε από αυτή τη συμμορία.  Ασταμάτητα τον γρονθοκοπούσαν, τον κλοτσούσαν και με ξύλα τον χτυπούσαν στο κεφάλι και το σώμα μέχρι που λιποθύμησε.  Με σπασμένα παΐδια, έμεινε ασήκωτος, από το στόμα να αιμορραγεί.  Ήταν τυχερός που γλίτωσε, αν και έμεινε κρατημένος στο κρεβάτι περισσότερο από ένα μήνα ανήμπορος να φυλάξει το κοπάδι του.  Δυστυχώς με τους δράστες ήταν κι ένας 18χρονος ανιψιός (παιδί πρώτου ξάδερφου).

Κοιτάζοντας όλο γύρω τα φοβισμένα πρόσωπα των χωριανών μέσα στη Ευαγγελίστρια, ο Διαμαντής Χαγιάς παρατήρησε πέντε που ξεχωρίζανε λόγω της απουσίας τους.  Ο Διαμαντής Αντωνίου, τα αδέρφια Γιώργης και Λάμπρος Τούντα, ο Σοφοκλής Τούντας, και ο Λεωνίδας Μαλαβάζος όλοι ξέρανε ότι τα ονόματά τους σίγουρα θα ήταν σε όποιο κατάλογο από εχθρούς του ΔΣΕ για σύλληψη και εκτέλεση.  Όπως έγινε αργότερα γνωστό όλοι τους είχανε σχέδιο διαφυγής, κι εκείνη τη στιγμή τρεις ήταν τρυπωμένοι σε κρυψώνες όχι περισσότερο από 150 μέτρα μακριά ενώ δυο κυριολεκτικά το είχαν βάλει στα πόδια για να γλιτώσουν.

Τα αδέρφια Τούντα, ο Γιώργης, 20 χρονών, κι ο Λάμπρος, 18 χρονών, ήτανε γιοι του Λεωνίδα Γεωργίου Τούντα, πρώτου ξάδερφου αλλά πικρού αντιπάλου του Θεοδώρου Τούντα,  ιδεολόγου κομμουνιστή που είχε σκοτωθεί την προηγούμενη χρονιά από τους Χίτες.

Ο Λεωνίδας Γεωργίου Τούντας, κι αυτός, δυο χρόνια νωρίτερα, την άνοιξη του 1944 όταν ήταν 48 χρονών, είχε συναντήσει βίαιο θάνατο στα χέρια των ανταρτών του ΕΛΑΣ στο Μοναστήρι της Έλωνας.  Ήταν ένας από τους τέσσερις χωριανούς που συλληφθήκανε από τον ΕΛΑΣ στην Καρίτσα τον Απρίλη του 1944 και κλειστήκανε στης Μαρουλίτσας την μυστική αποθήκη του ΕΛΑΣ.  Τον είχανε δέκα μέρες στην Καρίτσα κι άλλες 15 στο Γεράκι πριν τον καταδικάσουν, με κατηγόριες άγνωστες, και τον στείλουν στην Έλωνα για εκτέλεση μαζί με τον Πότη Κρητικό.

Για να αποφύγει τη σύλληψη ο 18χρονος Λάμπρος Τούντας, που ήταν ακόμα στο σχολείο όταν ξέσπασε ο πόλεμος στην αρχή αυτής της φοβερής δεκαετίας, κοίταξε να κρυφτεί στο φουρνόλακα, το κελάκι όπου βρίσκανε απάγκιο τα γουρούνια και τα σκυλιά κάτω από το φούρνο, στην αυλή του σπιτιού. 

Ο καβγατζής και μεγαλύτερος αδερφός του, ο Γιώργης Τούντας, κρυβότανε μέσα στο σπίτι και το ’βαλε στα πόδια όταν  ήρθαν οι αντάρτες ψάχνοντας.  Πήδησε περίπου δυόμισι μέτρα από το μπροστινό παράθυρο πάνω σε ένα κομματάκι από αγκινάρες κι ενώ οι αντάρτες πυροβολάγανε πίσω αυτός πήδησε ακόμα δυο ξερότοιχους κι αψηφώντας τον κίνδυνο όρμηξε κάτω στην απότομη πλαγιά, πάνω από τα πουρνάρια και πάνω από τα κοτρόνια ώσπου να φτάσει στο ρέμα ανάμεσα στην Τσούκα και τη Μισορράχη.

Σε τέτοια περίπτωση, το προσυμφωνημένο σχέδιο διαφυγής που είχαν καταστρώσει με τον Διαμαντή Αντωνίου ήταν να αποφεύγουν τα βουνά όπου ήταν τα λημέρια των ανταρτών και  να ακολουθούνε το ρέμα προς τα κάτω μέσα από τα χωράφια και κατόπιν στο Γεράκι.  Αλλά, τη φορά τούτη, με την αδρεναλίνη να πλημμυρίζει, ο Γιώργης Τούντας άλλαξε γνώμη και επίλεξε να τραβήξει προς τα πάνω, λογαριάζοντας ότι, προς το παρόν τουλάχιστον, όλοι οι αντάρτες είχαν κατεβεί στην Καρίτσα και εγκαταλείψει τα βουνά.

Έτσι ανηφόρησε προς το Διάσελο ανάμεσα στις δίδυμες κορφές της Τσούκας και του Ελατιά, την περιοχή που οι αντάρτες είχαν εγκαταλείψει προσωρινά για να κατεβούν στην Καρίτσα κι όπου, ευτυχώς για αυτόν, δεν το είχαν σκεφτεί απαραίτητο να αφήσουν φυλάκιο, διότι το νόμιζαν σχεδόν αδύνατο Χίτης να αναζητήσει καταφύγιο στον χώρο των ανταρτών.

Στο κάτω-κάτω, αυτό θωρούτανε το φυσικό περιβάλλον των ανταρτών.  Ήταν επιπλέον γυμνό από δέντρα που είναι απαραίτητα για να  κρύβονται.   Ήταν έτσι για περισσότερες από πέντε γενεές, από το καλοκαίρι του 1825 όταν τουρκικό απόσπασμα που καθοδηγούταν από τον Ιμπραήμ Πασά άναψε φωτιά στην Τσούκα για να κάνει τους ντόπιους να βγούνε από τις πικνοδασωμένες πλαγίες.  Η ελεύθερη βοσκή χιλιάδων και χιλιάδων γιδοπροβάτων στα χρόνια που ακολούθησαν δεν άφησαν τη βουνοπλαγιά να αναζωογονήσει και η περιβαλλοντική υποβάθμισή της συνέχισε αδιάπτωτη.  Παρ' όλ' αυτά, ο Γιώργης Τούντας, παρά το βαρύ πυροβολισμό κάτω από το χωριό κατάφερε να δραπετεύσει πέρα από το Διάσελο και τα γύρω βουνά.

Στο μεταξύ, ο δεύτερος ξάδερφος του Γιώργη, ο Σοφοκλής Δημήτρη Τούντας, είχε βρει καταφύγιο κάτω από σκαφίδι στο ταβάνι του σπιτιού.  Οι αντάρτες, όπως το περίμενε κανείς, είχαν πάει να ψάξουν στο σπίτι, από άκρη σε άκρη.  Είχαν και πυροβολήσει γύρο στο ταβάνι αλά από θαύμα δεν χτυπήσανε τον κρυμμένο στο σκαφίδι Σοφοκλή.  Κι όχι μόνο αυτό, ο Σοφοκλής κάπως κατάφερε να δραπετεύσει από το σπίτι του, που είχαν παραδώσει στις φλόγες οι αντάρτες.  Όταν η φωτιά έφτασε πάνω στο ταβάνι ο Σοφοκλής έπεσε κάτω-κάτω στο κατώι.  Βγήκε στην πόρτα κι ήταν απίστευτα τυχερός που δεν είδε αντάρτες. Λάκισε και μπήκε κι αυτός στον φουρνόλακα, μέσα εκεί που ήταν ο ξάδερφός του ο Λάμπρος.  Η μάνα του, η Σταμάτα, που ήταν στη Ευαγγελίστρια, εκεί που είχαν μαζέψει τον κόσμο οι αντάρτες φοβόταν το χειρότερο κι αναστέναζε, «Πω-πω μου πήραν το παιδί μου.»  Αλλά κι ο γιος της, ο Σοφοκλής, κι ο ανιψιός της, ο Λάμπρος, δεν πάθανε τίποτε.  Μείνανε κρυμμένοι, μέσα στο φουρνόλακα, όλο το διάστημα που οι αντάρτες ήταν στο χωριό. 

Αντίθετα από τους τρεις Τουνταίους, ο Λεωνίδας Μαλαβάζος το θεώρησε παράλογο να κοιτάξει να κρυφτεί στο σπίτι του.  Μόλις άκουσε για την παρουσία των ανταρτών του ΔΣΕ τράπηκε σε φυγή κάτω προς το Γεράκι, αλλά όχι μέσα στο ρέμα όπως είχανε σχεδιάσει με τον Διαμαντή Αντωνίου.  Προσπάθησε να περάσει προς τις πιο χαμηλές πλαγιές της Ράχης Ασφάκας αλλά στου Γιωργαντώνη τη Μάντρα χτυπήθηκε και τραυματίστηκε στο χέρι από μια περιπλανώμενη σφαίρα. Η σφαίρα, που διαπέρασε την αριστερή του παλάμη, αχρήστεψε το τρίτο και τέταρτο δάχτυλο κι άφησε ανοικτό τραύμα πίσω από το χέρι του. Ακόμα κι έτσι, δεν σταμάτησε, συνέχισε και στο δρόμο κατόρθωσε να αποφύγει δυο σημεία ελέγχου του ΔΣΕ και να δραπετεύσει από τον κλοιό των ανταρτών.

Το πρώτο σημείο ελέγχου ήταν στη Σμερτιά, την παμπάλαια βρυσούλα και το διπλανό πηγαδάκι που ποτίζει πολυάριθμους κηπάκους και οπωροφόρα δέντρα.  Βρίσκεται μόλις πιο κάτω από το χωριό και σε λιγότερο δραματικούς καιρούς ήταν μια αγαπημένη στάση όλων των Καριτσιωτών να καθίσουν στο αγκωνάρι, να πάρουν μια ανάσα, να ξεδιψάσουν και να απολαύσουν τον ηρεμιστικό ήχο από το νεράκι που κυλάει.

Όταν ο Λεωνίδας πέρναγε απ’ αυτό το σημείο ελέγχου οι δυο σκοποί αντάρτες είχαν το νου τους αλλού, ψάχνανε στους κήπους για κουνουπίδια και λάχανα να τους περάσει η σκληρή πείνα, και δεν προσέχανε.  Αν κι είχε τουφέκι, αποκλειότανε να τους πυροβολήσει. Πρώτα απ' όλα δεν μπορούσε αφού ήταν χτυπημένος, κι εξάλλου θα ήταν πολύ επικίνδυνο να τραβήξει την προσοχή των άλλων ανταρτών στην απόδρασή του.

Το δεύτερο σημείο ελέγχου ήταν στο Τσαρδάκι, ανοιχτή έκταση κάτω από τη Σμερτιά όπου μια μεγάλη παλαιά ελιά κοσμεί το τοπίο.  Το δέντρο είχε ξύλινη πλατφόρμα καρφωμένη στα κλωνάρια απ΄ όπου οι δραγάτες το καλοκαίρι μπορούσαν να προσέχουνε όλο γύρω ώστε τα σταφύλια, τα σύκα, τα αχλάδια, ακόμα και τα γκόρτσα δεν τα μαζεύανε άλλοι παρά οι νόμιμοι ιδιοκτήτες τους. Η ελιά πράγματι θα ήταν σπουδαίο παρατηρητήριο των ανταρτών, αλλά όταν πέρναγε ο Λεωνίδας οι δυο αντάρτες που ήταν εκεί είχαν και αυτοί το νου τους αλλού, μαζεμένοι στο απάγκιο απ’ το τσουχτερό κρύο  κοντά στο αλλόκοτα ροζιασμένο κορμό της γέρικης ελιάς.  Ώσπου να καταλάβουν ποιος είχε περάσει και να ετοιμαστούν να κάνουνε αυτό που ήταν εκεί να κάνουν ο Λεωνίδας είχε ξεφύγει στο επόμενο βουναλάκι το οποίο επίσης δεν σκεπαζότανε από δέντρα.  Θύελλα από σφαίρες κατόπιν έβρεξε προς την κατεύθυνση του, αλλά ευτυχώς γι αυτόν καμία με το όνομά του.  Παραπέρα τον Λεωνίδα τον βρήκε ο Γιώργης Χρήστου Κατσάμπης (Μαχαιρίτσας ), 49 χρονών, που έβοσκε τα γίδια του στα χωράφια και δεν είχε κέφι να πάει στο χωριό να γιορτάσει τη πρωτοχρονιά.  Ο Γιώργης Κατσάμπης έδεσε το χέρι του Λεωνίδα όπως καλύτερα μπορούσε με κάτι κουρέλια.  Απ’ εκεί ο Λεωνίδας τράβηξε για τα Πυργάκια και το μαντρί όπου ο Στυλιανός Χαγιάς φύλαγε τις αγελάδες, τα πρόβατα και τα γίδια του το σκληρό χειμώνα. Αποδυναμωμένος, όμως, από την κούραση και την απώλεια αίματος, στο δρόμο ο Λεωνίδας δεν άντεξε και λιποθύμησε.  Τον βρήκε κάτω από τα κλωνάρια ενός σχίντου ο Γιώργης Χαγιάς, γιος του Στυλιανού, που είχε σκαρφαλώσει κάποιο βράχο να αγναντέψει τα βόδια που του είχαν σκαρίσει.   

Ο Γιώργης κοίταξε να μιλήσει με το Λεωνίδα αλλά ο Λεωνίδας δε είχε την αντοχή να απαντήσει.  Έτρεξε κατόπιν στο μαντρί και ξαναγύρισε με τον πατέρα του στον τραυματισμένο Λεωνίδα.  Ο Στυλιανός, βαρύς καπνιστής με τσιμπούκι, πάτησε τη σακούλα καπνού στην ανοιχτή πληγή να σταματήσει την αιμορραγία και ύστερα την έδεσε.  Ο Γιώργης έπειτα πήγε να βρει τον Παναγιώτη Γεωργίου Μαλαβάζο (Τσαγκούρη), 40 χρονών, αδερφό του Λεωνίδα που έβοσκε τα γίδια του εκεί κοντά. Τρέξανε κατόπιν με το μουλάρι του Παναγιώτη να πάνε τον τραυματισμένο Λεωνίδα κάπου εφτά χιλιόμετρα, μια ώρα απόσταση στο μουλαρόδρομο, στο Γεράκι και έπειτα άλλα σαράντα χιλιόμετρα, περίπου οχτώ ώρες,  στην Σπάρτη να του δοθεί η ιατρική φροντίδα που χρειαζότανε. 

Ο Διαμαντής Αντωνίου, σε αντίθεση με τους Τουνταίους και το Λεωνίδα Μαλαβάζο, ακολούθησε πιστά το αρχικό σχέδιο που είχαν καταστρώσει ως ομάδα να εφαρμοστεί σε περίπτωση εισβολής του ΔΣΕ, όπως αυτήν, στην Καρίτσα.  Όταν βγήκε απάνω στο αλώνι εκείνο το πρωί, όπως έκανε συνήθως, να τεντωθεί, να ξεμουδιάσει, να πάρει μια βόλτα και να ρίξει μια ματιά γύρω, γρήγορα αισθάνθηκε ότι σε κάθε του βήμα βρισκότανε κάτω από στενή παρακολούθηση.  Έτσι χωρίς καθυστέρηση έτρεξε στο σπίτι, άρπαξε το τουφέκι του, αποχαιρέτησε την έγκυος γυναίκα του Γαρούφω και το μικρό γιο Θανάση μόλις δύο χρονών, προτού πηδήσει από ένα παράθυρο και τραπεί σε φυγή αμέσως όταν ομάδα ανταρτών ορμούσε στο σπίτι σε άγρια καταδίωξη.  Αβέβαιο είναι από πού και πώς πήδησε δίχως να χτυπήσει αφού το σπίτι έχει ψηλούς τοίχους και οι πόρτες και τα παράθυρα είχαν κάγκελα.  Το σπίτι αυτό το είχε πάρει προίκα όταν παντρεύτηκε την Ελένη Γεωργοπούλου, αδερφή του Τάκη Γεωργόπουλου, αντάρτη του ΔΣΕ, και επικεφαλής της εφόδου στο χωριό.

Από το σπίτι σκοπό είχε γρήγορα να κατεβεί στο ρέμα κάτω από τη Καρίτσα, να το ακολουθήσει, να περάσει τα χωράφια και κατόπιν να τραβήξει προς το Γεράκι.  Στην κατηφόρα, από το σημείο Στου Παναγιώτη Κρητικού την Μάντρα, προτού μπει στο ρέμα, κατάστρεψε το αντίκρυ φυλάκιο του ΔΣΕ και καθάρισε τους δυο αντάρτες σκοπούς στην απέναντι πλαγιά. Ήταν δοκιμασμένος και άριστος σκοπευτής με τουφέκι.  Οι χωριανοί λέγανε ότι μπορούσε να πετύχει το τσιγάρο στο στόμα σου. Ένας από τους αντάρτες, ο Σόλων δύο μέτρα άντρας από την Αράχοβα, ο καλύτερός του μαχητής σύμφωνα με τα λεγόμενα του Γεωργόπουλου, πέθανε επί τόπου, κι ο άλλος αργότερα επίσης υπέκυψε στα τραύματά του.

Μετά από περίπου είκοσι λεπτά στο ρέμα με τις πικνοδασωμένες πλευρές, ορατές ανάμεσα στα κατσιασμένα χαμόκλαδα του τόπου, ο Διαμαντής Αντωνίου με το κυνηγητικό του σκυλί καταπόδι έφτασε κάποιο άνοιγμα όπου μονοπατάκι διέσχιζε το ρέμα στη θέση που λέγεται Βαμπακιά. Τραγικά γι αυτόν, το κουδουνάκι που κρεμότανε από το λουρί του σκυλιού είχε επιτρέψει στους αντάρτες που φυλάγανε αυτό το κομμάτι από το ρέμα να ακολουθούν τις κινήσεις του κι όπως πέρναγε το μονοπατάκι τον πυροβολήσανε από πίσω με μια μόνο σφαίρα στο κεφάλι από πολύ κοντά.

Σύμφωνα με τα σχόλια των ντόπιων, εάν, μόλις καθάρισε το φυλάκιο πέρναγε το ρέμα και τράβαγε πάνω στην πλαγιά πέρα από τα θύματά του, αντί να πάρει την κατηφόρα και να ακολουθήσει το ρέμα, πιθανώς να είχε γλιτώσει αφού πέρα υπήρχε ανοικτή έκταση μακριά από το βλέμμα και τη γραμμή πυρός των ανταρτών του ΔΣΕ.

Στο μεταξύ στην  εκκλησία ο Σπύρος κι ο Γιώργης Κρητικός και ο Θεοφάνης Τούντας ακόμα δεμένοι, κλαίγανε και τρέμανε από το φόβο.  Άγριος καυγάς είχε επίσης ανάψει μεταξύ του Τάκη Γεωργόπουλου και του παπα-Αναστάση ο οποίος είχε πάψει την πρωτοχρονιάτικη δοξολογία. «Είσαστε ζα!» ο παπάς, ντυμένος στα άμφια τα γιορτινά, φώναξε από την Αγία Τράπεζα, με άγριο βλέμμα καρφωμένο καταπρόσωπα στο Γεωργόπουλο και στους συντρόφους του.  Απ’ την πλευρά τους κι αυτοί ανταπέδωσαν αγριοκοιτάγματα προς τον παπά με ίσια εμπάθεια. 

Ο παπα-Αναστάσης (Αναστάσης Κωνσταντίνου Μαλαβάζος), 49 χρονών, χήρος πατέρας πέντε παιδιών, είχε χειροτονηθεί  και λειτουργούσε στην ντόπια ενορία  από τις αρχές της δεκαετίας του 1930.  Κι αφού την δύσκολη τούτη εποχή η δασκάλα Παναγιώτα Τζεφεράκου είχε εξαφανιστεί από το χωριό με την Ελένη, γυναίκα του Διαμαντή Αντωνίου,  ο παπάς μόνος του κράταγε το σχολείο ανοιχτό να μαθαίνει τα Καριτσιωτάκια όσο μπόραγε πώς να διαβάζουνε, πώς να γράφουνε και πώς να μετράνε.  Ήταν συνάμα έντονα αντίθετος στον ΔΣΕ.

Αλλά προς έκπληξη όλων, παρά την ανοικτή εμπάθεια μεταξύ του παπά-Αναστάση και των ανταρτών υπήρξε μια σύντομη ανακωχή όταν φέρανε την σορό του Σόλωνα στην εκκλησία.  Ο παπα-Αναστάσης διάβασε λιγόλεπτη νεκρώσιμη ακολουθία και κατόπιν τον μεταφέρανε να τον θάψουν στο νεκροταφείο του χωριού.  

 Όταν ξαναγυρίσανε στην Ευαγγελίστρια, μετά από τον ενταφιασμό, το κύριο ενδιαφέρον των ανταρτών ήτανε να μαζέψουν όσους χωριανούς μπορούσαν να φορτώσουν τρόφιμα να έχουν στα λημέρια τους στα βουνά.  Για να γίνει η δουλειά, όλοι οι άντρες, με εξαίρεση τους τρεις δεμένους και το Διαμαντή Xaγιά, κάνανε ζευγάρια με αντάρτες για να φορτώσουν τα ζα με τρόφιμα.

Φαίνεται ότι την ώρα που τα τρόφιμα λεηλατούνταν από σπίτι σε σπίτι γύρω στο χωριό και φορτώνονταν στα ζα, που κι αυτά τα είχανε κάνει δικά τους, οι αρχηγοί του ΔΣΕ είχανε άλλα σχέδια για το Διαμαντή Χαγιά.  Καταναγκάστηκε κάτω από βίαιη απειλή, κυριολεκτικά στην κάνη του τουφεκιού, να υποδείξει από προετοιμασμένο κατάλογο, τα σπίτια που οι αντάρτες είχαν βάλει να κάψουν.     

Χωρίς οδηγίες, ήδη είχανε τριγυρίσει και κάψει το σπίτι του Διαμαντή Αντωνίου κάτω από το αλώνι, του Λεωνίδα Μαλαβάζου κάτω από το Βράχο του Μπέη, και αυτό της χήρας μάνας του Γιώργη Κρητικού, της θεια-Ελένης, δίπλα στην εκκλησία.

Ο Διαμαντής, καταστενοχωρημένος, έδειξε ένα-ένα τα σπίτια που μένανε οι τρεις μαυροντυμένες χήρες των Τουνταίων, η Άνθη, η Σταμάτα, κι η Γιαννούλα, όπως κι αυτά του Νικόλα Αντωνίου, και του Νικόλα Τούντα.

Το σπίτι της Άνθης Τούντα, δίπλα στη κεντρική βρύση, στέγαζε την ίδια, τα έξη της παιδιά από τριών μέχρι δεκατεσσάρων χρονών, καθώς και τον λίγο αφελή κουνιάδο της, το Θεοφάνη, που είχε συλληφθεί από τους αντάρτες.  Η Άνθη, 40 χρονών, είχε μείνει με την ευθύνη μόνη της να αναθρέψει την οικογένειά της μετά από την εκτέλεση του άντρα της, του Μιχάλη, από αντάρτες του ΕΛΑΣ την άνοιξη του 1944.  Ο Μιχάλης είχε κατηγορηθεί ότι είχε προδώσει στους Χίτες τις αποθήκες του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στην Καρίτσα.  Είχε κατόπιν συλληφθεί στο σπίτι του, δικαστεί από λαϊκό δικαστήριο στη ταβέρνα του Κατσάμπη και στη συνέχεια τον πηγαίνανε για κράτηση στο στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Γεράκι. Στο δρόμο, όμως, οι συνοδοί του αποφάσισαν μόνοι τους να αλλάξουν την απόφαση του δικαστηρίου και τον σκότωσαν με μια τσάπα κοντά στο Κοτρόνι, περίπου πέντε χιλιόμετρα έξω από την Καρίτσα.

Το επόμενο σπίτι που είχανε βάλει να κάψουν ήταν αυτό του Νικόλα Παναγιώτη Αντωνίου, 70 χρονών.  Το σπίτι του ήτανε κάτω από τον Άϊ-Κωνσταντίνο.  Ο Νικόλας ήτανε στον κατάλογο να τιμωρηθεί επειδή υπήρχαν υποψίες ότι ο γιος του, ο Μήτσος, 35 χρονών, είχε συνδεθεί με τους Χίτες.      

Κατόπιν πήγανε πίσω από το ήδη καμένο σπίτι της Άνθης για να παραδώσουν στις φλόγες το διπλανό πολύ παλαιό πατρικό που ήτανε χωρισμένο στα δύο και μοιραζότανε από τις άλλες δυο Τούνταινες χήρες, Γιαννούλα και Σταμάτα.

Η Γιαννούλα Τούντα, (Λεωνιδάκαινα), 46 χρονών, ήταν χήρα του Λεωνίδα γεωργίου Τούντα και μητέρα του Γιώργη και του Λάμπρου.  Μετά από την εκτέλεση του άντρα της το 1944, είχε κάνει το παν να φροντίσει τη οικογένεια της παρά τους καβγατζήδες και οξύθυμους γιους της.    

Η Σταμάτα Τούντα (Καλύβαινα) ήταν χήρα του Δημήτρη Αναστασίου Τούντα (Καλύβα) και μητέρα δύο γιων, του Αναστάση και του Σοφοκλή, οι οποίοι ταυτίζονταν ή ήταν αναμιγμένοι με τους Χίτες. 

Το Δημήτρη τον λέγανε Καλύβα επειδή, σύμφωνα με ισχυρισμούς, ήταν παθολογικός κλέφτης που έσπαζε τις πόρτες και έμπαινε στα απομακρυσμένα καλύβια των τσοπάνων. Το 1942, όταν είχε βγει να κυνηγήσει πουλιά με ένα κυνηγετικό όπλο συνάντησε έναν στρατιώτη της ιταλικής κατοχικής δύναμης ο οποίος τον διέταξε να πετάξει κάτω το όπλο του. Ο εξοργισμένος όμως Δημήτρης του ανταπέδωσε με τουφεκιά. Ο λαβωμένος πλέον άτυχος στρατιώτης πέθανε μετά από κατοπινή άγρια πάλη μεταξύ τους. Κι ενώ ο Δημήτρης είχε τραπεί σε φυγή από τους Ιταλούς, κάποιος ή κάποιοι του είπανε ψέματα ότι η γυναίκα του, η Σταμάτα, και τα τέσσερα ενήλικα παιδιά του, η Γαριφαλιά, ο Αναστάσης, ο Κωνσταντίνος και ο Σοφοκλής είχαν σκοτωθεί. Πεπεισμένος πλέον ότι η οικογένειά του είχε χαθεί, ο Δημήτρης έπεσε σε κατάθλιψη και ήπιε από ένα μπουκάλι δηλητήριο που πάντα κράταγε στο σακούλι του για να «σωπαίνει» τα μαντρόσκυλα. Παρά, όμως, τις καλύτερες προσπάθειες των χωριανών να τον σώσουνε, μέσα σε λίγες μέρες πέθανε, σε ηλικία 58 χρονών.

Ο μεγαλύτερος γιος της Καλύβαινας, ο Αναστάσης, 28 χρονών, παλαίμαχος του αλβανικού μετώπου το 1940-41, είχε σκοτωθεί από αντάρτες του ΕΛΑΣ το 1943. Όταν ο Αναστάσης ξαναγύρισε από την Αλβανία, ήρθε με τα όπλα του, κι όταν ο πατέρας του, ο Δημήτρης Καλύβας, σκότωσε τον Ιταλό στρατιώτη και κατόπιν αυτοκτόνησε ο Αναστάσης βγήκε στο κλαρί και πήρε τα όπλα, προφανώς, ενάντια στο ΕΛΑΣ και τους υποστηρικτές του. Στο Σχίντο του Πουλιού, κοντά στο Αλεποχώρι, έπεσε πάνω σε μια κρυφή συνάντηση ανταρτών του ΕΛΑΣ με ένα Βρετανό που είχε πέσει με αλεξίπτωτο προκειμένου να οργανώσει την ελληνική αντίσταση κατά των Γερμανών κατακτητών.  Όταν, όμως, ήρθε αντιμέτωπος ο Αναστάσης πυροβόλησε το Βρετανό. Οι αντάρτες τον ακολούθησαν μέχρι το Νιοχώρι στην Αρκαδία όπου προδόθηκε και τον σκοτώσανε.

Το τελευταίο σπίτι που ο Διαμαντής αναγκάστηκε να δείξει ήταν αυτό του Νικόλα Χρήστου Τούντα (Σκολόρη), 45 χρονών. Ο Νικόλας στην πραγματικότητα είχε δύο σπίτια, στο ένα έμενε και στο άλλο είχε αχερώνα. Ο Διαμαντής έδειξε τον αχερώνα για να γλιτώσει την κατοικία του Νικόλα, η οποία μετά από την εκτέλεση του αδερφού του, του Λεωνίδα, το 1944 ήταν επίσης κατοικία για τους γέροντες γονείς του, τον Χρήστο και την Κυριακούλα. Τον Νικόλα τον είχανε στον κατάλογο να τιμωρηθεί επειδή υποψιαζότανε ότι είχε συνδεθεί με τους Χίτες. Επίσης ο αδερφός του, ο Λεωνίδας, 32 χρονών, μαζί με τον πρόεδρο τον Γιάννη Αντωνίου είχαν συλληφθεί, περάσει από το ανταρτοδικείο στην Έλωνα κι αμέσως εκτελεστεί την άνοιξη του 1944  διότι σύμφωνα με ισχυρισμούς είχαν πάρει μέρος με τους Χίτες στη διάρρηξη της αποθήκης του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στην Καρίτσα.

Μετά από τον εμπρησμό του αχερώνα το Διαμαντή τον βάλανε με έναν άλλο νεαρό αντάρτη να φορτώσουν τα ζα του Παναγιώτη Τούντα (Τσουχλή) και το μουλάρι του παπά-Αναστάση.  Στο δρόμο τραβώντας στην ανηφόρα τα δυο ζα, το άλογο και το μουλάρι, προς το σημείο συγκέντρωσης στη Κοπρισιά λίγο πιο έξω από το χωριό,  ο Διαμαντής για μια μικρή στιγμή σκέφτηκε να αρπάξει κανά κοτρόνι και να το σπάσει στο κεφάλι του εχθρού του. Ευτυχώς, γι αυτόν, αντιστάθηκε στον πειρασμό διότι ο σκοπός είχε καρφώσει  βλέμμα πάνω του με έτοιμο το πυροβόλο.

Ογδόντα ζα, άλογα, μουλάρια και γαϊδούρια, οι αντάρτες του ΔΣΕ τα είχαν κάνει δικά τους.  Είχαν φορτωθεί από τους ντόπιους γύρω στο χωριό με ψωμιά, τυριά, λάδια, αλεύρια κι ό,τι άλλο θεωρούσαν χρειάζονταν να περάσουν στα βουνά. 

Μέχρι νωρίς το απόγευμα οι αντάρτες, οι προμήθειες που είχαν αρπάξει, τα ζα που είχαν κάνει δικά τους, όπως κι οι ντόπιοι που είχαν πάρει να φορτώσουν ήτανε όλοι μαζεμένοι στην Κοπρισιά ή στου Νικόλα Αντώνη το Πουρνάρι.  Γύρω στις δύο το απόγευμα, οι ντόπιοι στάλθηκαν πίσω στην Καρίτσα ενώ οι αντάρτες ξεκίνησαν την ανηφόρα προς το Διάσελο και τα ψηλά βουνά ακόμα πέρα, σέρνοντας μαζί τους χεροδεμένους το Σπύρο και Γιώργη Κρητικό και το Θεοφάνη Τούντα.  

Κι ενώ οι άντρες ξαναγυρίσανε στην Καρίτσα για να βοηθήσουνε τις γυναίκες να σβήσουν τις πυρκαγιές, ο Διαμαντής Χαγιάς  μαζί με το Γιάννη, το μικρότερο αδερφό του Διαμαντή Αντωνίου, τραβήξανε προς τα χωράφια ψάχνοντας γι αυτόν.  Το Διαμντή τον βρήκανε νεκρό, το σώμα του γδυμένο και το τουφέκι να λύπει.  Σχεδόν την ίδια ώρα, πιο ψηλά από το χωριό, στον Κολάβρα, βράχο μερικές μονάχα εκατοντάδες μέτρα από τον τόπο συγκέντρωσης στην Κοπρισιά, ο Μήτσος Κωνσταντίνου Ροζακλής, 38 χρονών, τσοπάνης που περνούσε από εκεί, βρήκε τα κακοποιημένα σώματα των τριών ομήρων: Σπύρο και Γιώργη κρητικό, και Θεοφάνη Τούντα.  Λένε ότι στη αρχή οι αντάρτες δεν βρήκαν πειστικά αίτια για να εκτελέσουν το Θεοφάνη και τον αφήσανε.  Αυτός όμως όπως κατέβαινε προς το χωριό βρήκε Καριτσιώτη αντάρτη, ο οποίος σκέφτηκε ότι θα τον μαρτυρούσε ποιος ήτανε, κι έτσι τον γύρισε πίσω να τον σκοτώσει δίπλα στους άλλους. Τη άλλη μέρα ο Διαμαντής Χαγιάς μαζί με τον 17χρονο Κώστα Αθανασίου Μαλαβάζο (που παρανομαζότανε Κατσαρέας μετά από τον ισχυρό Χίτη ηγέτη) πήγανε οι ίδιοι να δούνε.  Οι τρεις εκτελεσμένοι είχαν δεθεί, είχαν βασανιστεί, τα χέρια τους σπασμένα και παραμορφωμένα.  Η εκτέλεση ήταν με σφαίρα στο κούτελο ή πίσω στο κεφάλι.  Την ίδια μέρα, Πέμπτη 2 Γενάρη, τα τέσσερα θύματα της Μαύρης Πρωτοχρονιάς του 1947, ο Διαμαντής Αντωνίου, ο Σπύρος κι ο Γιώργης Κρητικός, και ο ΘεοφάνηςΤούντας θάφτηκαν στην Καρίτσα.  Τις κηδείες τέλεσε ο παπά-Αναστάσης.

Αργότερα ήρθαν οι Μπρατιτσαίοι, χίτικη ταξιαρχία από τα Νιάτα, να χτυπήσουν τους αντάρτες του ΔΣΕ που ήδη είχαν φύγει.  Συναρχηγοί τους ήτανε ο Μήτσος Μπρατίτσας και ο Λεωνίδας Παπαγιαννόπουλος.  Κι οι δύο ήτανε στενοί συνεργάτες του ΕΛΑΣ στα πρώτα χρόνια της γερμανικής κατοχής αλλά με τον καιρό απομακρύνθηκαν και υιοθέτησαν αντίθετα πιστεύω.  Όπως τα άλλα χίτικα τάγματα, οι Μπρατιτσαίοι κυνηγούσαν τους αντάρτες του ΕΛΑΣ. Συνάμα κάνανε αντίποινα, τρομοκρατούσαν, ξεφτιλίζανε και βασανίζανε τις οικογένειες και τους συγγενείς των ανταρτών.  Αρκετές φορές κουρεύανε με ψιλή μηχανή γυναίκες, μανάδες και αδερφές ανταρτών για να τις ξεφτιλίσουν μπροστά στον κόσμο ενώ δεν ήταν ασυνήθιστο να δέρνουν μέχρι θάνατο γέροντες πατεράδες και αδερφούς.  Τούτη τη φορά η παραμονή τους στην Καρίτσα ήτανε πολύ σύντομη, αλλά είχαν καιρό να πάνε στο νεκροταφείο και δίχως ντροπή να ξεθάψουν τον ενταφιασμένο αντάρτη, Σόλωνα, να σιγουρευτούν ότι πράγματι ήταν αυτός που ήταν σκοτωμένος.

Δέκα μέρες μετά από τα γεγονότα της πρωτοχρονιάς ήρθε στο χωριό ο Γιάννης Παυλάκος, μερικές φορές επίσης γνωστός ως Κυρ-Γιάννης, με τριάντα Χίτες της ΕΑΟΚ από τα Λεβέτσοβα, φαινομενικά να αποκρούσουν περαιτέρω εισβολές από το ΔΣΕ, αλλά περισσότερο ως επίδειξη δύναμης στους χωριανούς. Τρομερός σκοπευτής και αδείλιαστος, ο Παυλάκος είχε γίνει τόσο θρύλος στους ομοϊδεάτες του, όσο θηριώδης Χίτης στους αντίθετούς του, και φόβος και τρόμος των κοντοχωριανών.  Παρόλο που για ένα διάστημα το 1943 είχε ενταχθεί στον ΕΛΑΣ, μετά το 1945 πέρασε στην αντίθετη πλευρά.  Στην Καρίτσα, την Παρασκευή 10 του Γενάρη 1947, οι Χίτες της ΕΑΟΚ όπως οι αντάρτες του ΔΣΕ δέκα μέρες νωρίτερα συγκέντρωσαν τους χωριανούς πάλι στην Ευαγγελίστρια θέλοντας να σκοτώσουν μερικούς αντίθετους και να κάψουν τα σπίτια τους για αντίποινα.  Τότε ο Νικόλας ο Προφύρης, άνθρωπος αναγνωρίσιμος και σεβαστός από όλες τις παρατάξεις, για άλλη μια φορά μεσολάβησε να προστατεύσει χωριανούς.  «Αν πρόκειται να κάνετε αυτά που σκέπτεστε,» τους συνέστησε,  «καλύτερα να κάψετε το σπίτι το δικό μου και να σκοτώσετε εμένα πρώτα, παρά να κάνετε όλα αυτά γιατί οι χωριανοί θα πούνε ότι εγώ σας το είπα και το κάνατε!» Αν και οι Χίτες φάνηκε να άκουσαν τον Προφύρη, έδειξαν ότι προετοιμάζονταν να μείνουν αρκετό καιρό παρόλο που το περισσότερο χωριό ήταν ερημωμένο αφού οι ντόπιοι είχαν κατεβεί να ξεχειμωνιάσουν στα καλύβια τους στα χωράφια.  Πολύ νωρίς κατά την παραμονή τους στην Καρίτσα ο Διαμάντης Χαγιάς πιάστηκε στα χέρια με τον ισχυρό Παυλάκο διότι ο ηγέτης των Χιτών του έδωσε σφαλιάρες επειδή υποψιαζότανε ο νεαρός του έλεγε ψέματα.  Προς έκπληξη όλων μετά από αυτό οι δυο απέκτησαν κάποια ανήσυχη φιλία, τόσο που ο Παυλάκος εμπιστεύτηκε το Διαμαντή να αλλάζει τους σκοπούς που είχαν μοιραστεί πέντε σε κάθε ένα από έξι φιλάκια γύρω στο χωριό. Τα τρία κυριότερα φιλάκια ήτανε στην Ευαγγελίστρια, στον Άγιο Κωνσταντίνο και στο σπίτι της Γαρύφως, χήρα του σκοτωμένου Διαμαντή Αντωνίου. 

Η βασική ευθύνη του Διαμαντή Χαγιά ήταν να τρέχει από φυλάκιο σε φυλάκιο για να είναι σίγουροι ότι οι φρουροί δεν είχαν αποκοιμηθεί και ότι παρέμεναν άγρυπνοι. Φαίνεται ότι τον καιρό που λογαριάζανε να μείνουν στο χωριό ο Παυλάκος και οι άλλοι Χίτες θέλανε να καλοπερνάνε σαν φιλοξενούμενοι και απαιτούσαν από τους Καριτσιώτες που ήταν ακόμα στο χωριό δυο βετούλια τη βδομάδα, ένα κάθε Δευτέρα κι άλλο κάθε Παρασκευή.  Όλο-όλο φάγανε τρεις γίδες, οπότε ο Διαμαντής σκέφτηκε καλύτερα να φύγουν.  Για να κάνει τους ανεπιθύμητους αυτούς επισκέπτες να φύγουν οΔιαμαντής πήγε στο Γεράκι με τον Κώστα το Μαλαβάζο και πήραν γράμμα από την αστυνομία να ενημερώνει τον Παυλάκο ότι πενήντα αντάρτες του ΔΣΕ είχαν στήσει λημέρι στα Καριτσιώτικα Καναλάκια πάνω στα ψηλά βουνά.  Ευτυχώς το κόλπο πέτυχε, οι Παυλάκιδες φύγανε για τα Καναλάκια, η Καρίτσα προς το παρόν ξεφορτώθηκε από περισσότερη ταραχή, ενώ τους δόλιους Καριτσιώτες τους  βασάνιζε η έννοια αν ο εφιάλτης τελείωσε στα αλήθεια ή τους περιμένανε και χειρότερα;

Τα Κατοπινά

Ακόμη κι αν οι αντάρτες επικράτησαν στην Καρίτσα την πρωτοχρονιά του 1947, ο ΔΣΕ (1946-1949) δεν έφτασε ποτέ το επίπεδο υποστήριξης που ο προκάτοχός του, ο ΕΛΑΣ, (1942-1945) είχε χαρεί.  Μέχρι τον Οκτώβρη του 1944 ο ΕΛΑΣ είχε κερδίσει σχεδόν τον πλήρη έλεγχο της χώρας, τον οποίον πρόθυμα παραχώρησαν μετά από μια σειρά από περίεργες γκάφες που αποκορυφωθήκανε με τη συμφωνία της Βάρκιζας το Φλεβάρη του 1945 και τον εκούσιο αφοπλισμό.  Αντιθέτως, ο ΔΣΕ από την αρχή φαινότανε να κρατάει αμυντική στάση μαχόμενος τους Χίτες και τον τακτικό στρατό ώσπου το φθινόπωρο του 1949 δεν μπορούσε πλέον να συνεχίσει.  Η βία, το πένθος, η ερήμωση, το χάος και τα βάσανα  στην Καρίτσα τη Μαύρη Πρωτοχρονιά του 1947 αντικαθρεφτίζουν τη θλίψη ενός λαού μια ολόκληρη δεκαετία.  Οι πληγές της Καρίτσας κι αυτές της πατρίδας γενικά θα πάρουν πολλά χρόνια να θεραπευτούν ενώ μόνιμα σημάδια θα παραμείνουν χαραγμένα στην συνείδηση όλων. Ενώ οι Διαμαντής Αντωνίου, Σπύρος και Γιώργης Κρητικός καθώς κι ο Θεοφάνης Τούντας  πλήρωσαν με την ίδια τη ζωή τους την Μαύρη Πρωτοχρονιά του 1947, και ακόμα 19, από τις δυο πλευρές όπως και αμέτοχοι, χαθήκανε πριν και μετά από εκείνη την μοιραία μέρα, δεν υπάρχει χωριανός που δεν υπέστη κάποιες επιπτώσεις από τη εποχή εκείνη.

 

Γιώργης Τούντας

Αν κι ο Γιώργης Τούντας κατάφερε να δραπετεύσει πέρα από το Διάσελο και για αρκετό καιρό να αποφύγει τους αντάρτες του ΔΣΕ, αργότερα την ίδια χρονιά ο ίδιος αποφάσισε να τερματίσει τη ζωή του μετά από μια τραγική σειρά από δυσάρεστα επεισόδια. Ο αναστατωμένος και ασυγκράτητος νεαρός πικαρισμένος πυροβόλησε και σκότωσε την έγκυο ερωμένη του, τη Βενέτα Κοντογιάννη, και τον αδερφό της, το Γιάννη. Κατόπιν τράβηξε για τον κάμπο όπου σκότωσε κι άλλη του ερωμένη που τη λέγανε Νασούλα.  Έπειτα πήγε στο λόχο του Χίτη Μήτσου Μπρατίτσα στα Νιάτα.  Μετά από περίπου σαράντα μέρες έφυγε με το λόχο να πάει στα Λεβέτσοβα, σημερινές Κροκέες.  Πριν όμως φτάσουν στο Βλαχιώτη , όπως ο θείος του ο Δημήτρης Τούντας έξι χρόνια νωρίτερα, πήρε δηλητήριο στο δρόμο γιατί δεν ήθελε να περάσει ζωντανός επειδή είχε κάνει τα εγκλήματα.  Στο Βλαχιώτη έχασε τις αισθήσεις του και τον κατέβασαν κάτω.  Άφριζε το στόμα του.  Εκεί ήταν κι η αδελφή η Διαμάντω η οποία έσκυψε να τον φιλήσει, αλλά από το δηλητήριο που είχε βγει από το στόμα του μολύνθηκε κι αυτή, ευτυχώς ελαφρώς.  Γλίτωσε, την άλλη μέρα να τον θάψει στο Βλαχιώτη και κατόπιν να ξαναγυρίσει στο σπίτι της στην Καρίτσα.

 

Σοφοκλής Τούντας

Μετά απ’ τη Μαύρη Πρωτοχρονιά, ο Σοφοκλής Τούντας έφυγε από το χωριό και πήγε στο στρατό. Πήρε μέρος στις τελευταίες μάχες κατά του ΔΣΕ στο Γράμο και στο Βίτσι το 1949 όπου έχασε το φως του και έμεινε τυφλός από τραύματα από σράπνελ στα μάτια και του απονεμήθηκε σύνταξη ισόβιας διάρκειας από την ελληνική κυβέρνηση. Το 1958 ο Σοφοκλής έγινε ο πρώτος Καριτσιώτης να αγοράσει, με κρατική επιχορήγηση, αυτοκίνητο. Το οδήγαγε η γυναίκα του, η Αναστασία. Γύρω στο 1963 η οικογένειά του έφυγε από την Καρίτσα και εγκαταστάθηκε στη Σπάρτη.

 

Λάμπρος Τούντας

Μετά από τον Εμφύλιο, ο Λάμπρος Τούντας μετακινήθηκε στην Αθήνα.  Δούλευε βοηθός σε φορτηγό και τραγικά έχασε τη ζωή του, παγιδεύτηκε πίσω από την καρότσα καθώς έδινε οδηγίες στον οδηγό να πάει το φορτηγό όπισθεν.

 

Λεωνίδας Μαλαβάζος

Ο επικρατέστερος χωριανός θεραπεύτηκε από τα τραύματά του αλλά παρέμεινε στη Σπάρτη κατά τη διάρκεια του Εμφύλιου.  Συγχρόνως διατηρούσε τη θέση του προέδρου την οποία κράτησε έως ότου καταψηφιστεί το 1955 από το Γιάννη Αντωνίου, αδερφό του σκοτωμένου Διαμαντή.  Διατήρησε ακόμα και το «μέσον» με τις αρχές αρκετά χρόνια μετά τη λήξη του Εμφύλιου. Το 1951, μετά από την παραίτηση του Διαμαντή Χαγιά από την αγροφυλακή, ο Λεωνίδας συνέβαλε να διοριστεί άλλος ανιψιός, ο Θεόδωρος Θεοδωρακάκος (Κούρλας ), 27 χρονών, να αναλάβει τη θέση.

 

Παπά-Ανστάσης

Ο παπάς του χωριού εξακολούθησε να υπηρετεί την ενορία ενώ συγχρόνως κράταγε το σχολείο ανοιχτό έως ότου η καινούργια δασκάλα, Ευγενία Καλογερά,  διοριστεί στην αρχή της σχολικής χρονιάς του 1949.

 

Πιέρο

Ο Ιταλός φαρμακοποιός φαντάρος παρέμεινε στην Καρίτσα περίπου τρία χρόνια, από το 1944 μέχρι το 1947, να φυλάει τα γίδια του Σπύρου Χαγιά. Δυο τρεις μήνες μετά από τη Μαύρη Πρωτοχρονιά,  ο Σπύρος του έδωσε λεφτά να ξαναγυρίσει στο σπίτι του στην Ιταλία.  Κατά την παραμονή του στην Καρίτσα, Ο Πιέρο είχε μάθει να μιλάει, να διαβάζει και να γράφει Ελληνικά, έτσι διατήρησε αλληλογραφία με τον Σπύρο αρκετό καιρό κατόπιν.

 

Γρηγόρης Χαγιάς

Ο οικογενειάρχης με τέσσερα παιδιά άφησε το ΔΣΕ και επιδίωξε καταφύγιο στην Αθήνα.  Έπειτα από τον Εμφύλιο εγκαταστάθηκε οριστικά στο Βλαχιώτη, χωριό της γυναίκας του, και ασχολήθηκε με την κηπουρική.  Στις 21 του Απρίλη 1967, όταν το δεξιό πραξικόπημα των συνταγματαρχών βύθισε τη χώρα σε στρατιωτική δικτατορία, ο Γρηγόρης, μαζί με πολλούς άλλους συντρόφους του από τα χρόνια του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ, συλλήφθηκε τις πρωινές ώρες και φυλακίστηκε ένα διάστημα στη Γιάρο, έρημο ξερονήσι στο Αιγαίο.  Το 1986, τιμήθηκε από το ελληνικό κράτος με το «Αναμνηστικό Μετάλλιο Εθνικής Αντίστασης 1941-1945» που απονεμήθηκε σε εκείνους που είχαν πάρει μέρος ή είχαν υποστηρίξει την ελληνική αντίσταση ενάντια στις γερμανικές, ιταλικές και βουλγάρικες δυνάμεις της Κατοχής κατά τη διάρκεια του Β’ παγκόσμιου πολέμου.  Στη δεκαετία του 1990 ξαναγύρισε με τη γυναίκα του να περάσουν τα στερνά τους χρόνια και να πεθάνουν στο πατρικό του σπίτι στην Καρίτσα.

 

Αντρέας Αντωνίου

Ο καλαμπουρτζής, καραγκιοζοπαίχτης και γανωτής ο οποίος με τη γυναίκα του  Κατερίνα Μπαμπαδήμα από το Κοσμά είχαν βγει στο κλαρί ενώ τα δύο μικρά τους παιδιά τα κοιτάγανε οι γονείς του Αντρέα στην Καρίτσα.  Τον Αντρέα τον σκότωσε ηγετικό στέλεχος των Παυλάκιδων στον Κοσμά ανήμερα του Αγίου Στυλιανού, 26 Νοεμβρίου 1947.  Ο Κοσμάς ήτανε ανταρτοχώρι κι ο ΔΣΕ είχε βάση εκεί. Στις 25 Νοεμβρίου, συμπτωματικά εορτή της Αγίας Κατερίνας, ο Αντρέας αποφάσισε να απουσιάσει από τη βάση για να περάσει τη βραδιά με τα  πεθερικά του Αργύρη και Ελένη Μπαμπαδήμα και ίσως μαζί να πιουν ένα ποτήρι για τη ονομαστική εορτή της γυναίκας του, ενώ η ίδια μαχότανε αλλού σε άλλο τάγμα του ΔΣΕ.  Αλλά τη βραδιά εκείνη, οι Χίτες του Παυλάκου κάνανε αιφνιδιαστική επίθεση, πήραν τη βάση του ΔΣΕ κι οι αντάρτες το βάλανε στα πόδια να γλιτώσουν.  Το πρωί όταν ο Αντρέας ξαναγύρισε στη βάση τον έπιασε ταραχή βλέποντας μπροστά του τον Παυλάκο να τον περιμένει. Λένε ότι ο Αντρέας αμέσως έβγαλε το πιστόλι του και σήκωσε τον κόκορα έτοιμος να πυροβολήσει τον Χίτη ομαδάρχη από κοντά.  Προσπάθησε μια, δυο και τρεις φορές αλλά κακή του τύχη, για κάποιο ανεξήγητο λόγο, το όπλο κόλλησε κι ο πανικοβλημένος πλέον Αντρέας πήδησε από το παράθυρο. Κάποιο ηγετικό στέλεχος από τους Χίτες τότε έβγαλε το πολυβόλο του κι άδειασε έναν ολόκληρο γύρο στα χέρια, στα πόδια και στο κάτω σώμα του άσχημα τραυματισμένου Αντρέα. Τον άφησαν μόνον του να χτυπιέται, να δέρνεται, να βογκάει και να σέρνεται στο χώμα λαβωμένος ενώ αυτοί γυρίζανε ολόκληρο τον Κοσμά και για άλλους αντάρτες που ίσως ήτανε κρυμμένοι.  Ώρες αργότερα ξαναγυρίσανε στον ετοιμοθάνατο πλέον αντίπαλο τους, κι ένας από τους Χίτες έσκυψε κάτω, πήρε το πιστόλι του άτυχου, σήκωσε τον κόκορα και με την πρώτη του έδωσε τη χαριστική βολή, κατά ειρωνεία της τύχης, με το ίδιο το όπλο που νωρίτερα κείνη τη μέρα είχε κολλήσει όταν είχε στραφεί προς τον ίδιον τον Παυλάκο.  Τον Αντρέα τον θάψανε στον Κοσμά τα πεθερικά του.  Η γυναίκα του η Κατερίνα δεν ξαναγύρισε.  Έπέσε κι αυτή μαχόμενη, πότε και πού κανείς δεν ξέρει.  Άφησαν πίσω δυο ορφανά παιδιά, το Γιάννη, 3 χρονών, και τον Αργύρη που δεν είχε ακόμα χρονιάσει, να τα φροντίζουν και να τα μεγαλώσουν στην Καρίτσα οι γέροντες γονείς του, ο Γιάννης και η Ελένη Αντωνίου, 75 και 66 χρονών αντίστοιχα.

 

Ο Παντελής Μαλαβάζος και οι γιοι του Σπύρου Μαλαβάζου

Το 1948 οι Καριτσιώτες που ήταν ακόμα στο ΔΣΕ είχανε λημέρια κοντά στο χωριό για την ασφάλειά τους καθώς επίσης και για να βρίσκουν πιο εύκολα τροφή που χρειάζονταν τόσο πολύ.  Προς το τέλος της χρονιάς, όμως, η ηγεσία του ΔΣΕ φαίνεται να μετακίνησε τους ντόπιους αντάρτες μακριά από την Καρίτσα. Τέτοιες ήτανε οι περιπτώσεις τριών ανταρτών από την Καρίτσα˙ του Παντελή Μαλαβάζου και δυο συντρόφων με το ίδιο επώνυμο, αλλά με καμία απολύτως συγγένεια μαζί του, δηλαδή τους γιους του Σπύρου Μαλαβάζου, Μήτσο και Παναγιώτη. Και οι τρεις τους σκοτώθηκαν από τον τακτικό στρατό κάποτε το 1949.  Ενώ δεν είναι γνωστό πού και ακριβώς πότε σκοτώθηκε ο Παντελής, ευρέως θεωρείται ότι ο Μήτσος λαβώθηκε κοντά στα Λαγκάδια της Αρκαδίας κι ότι  ξεψύχησε σε μια σπηλιά εκεί.  Ο αδερφός του, ο Παναγιώτης, θεωρείται ότι σκοτώθηκε κοντά στη Ζαραφώνα (σημερινή Καλλιθέα) της Λακωνίας.

 

Τάκης Γεωργόπουλος

Ο θετός γιος Καριτσιώτας κι ο αρχηγός των ανταρτών που μπήκανε με τη βία στο χωριό τη Μαύρη Πρωτοχρονιά, έχασε τη ζωή του μαχόμενος προς το τέλος του Εμφύλιου.

 

Διαμαντής Χαγιάς

Μόλις 16 χρονών στην αρχή του πολέμου κι όχι ακόμα 25 όταν τελείωσε, έχοντας διαφύγει τον θάνατο τρεις φορές, μία από τους αντάρτες του Γεωργόπουλου, μια τον Αρχιχίτη Παυλάκο, και μια από δεξιούς στη Σκάλα, ο Διαμαντής πολύ επιδίωκε μια διέξοδο από την πείνα, τη φτώχεια, και τη μαζική θλίψη κι ήταν αποφασισμένος να πει αντίο σε όλα αυτά.  Το 1949 παρατήθηκε από την αγροφυλακή κι άρχισε να οραματίζεται ένα καινούργιο μέλλον μακριά από την Καρίτσα. Στα τέλη του 1953, με τη βοήθεια της Διακυβερνητικής Επιτροπής Μεταναστεύσεως από την Ευρώπη (ΔΕΜΕ) που είχε αναλάβει την αποστολή μεταναστών στο εξωτερικό, γίνηκε ο πρώτος, από τους τόσους και τόσους Καριτσιώτες, που μετανάστεψε στην Αυστραλία. Τρία χρόνια αργότερα έκανε πρόσκληση στην Κατερίνα Χαγιά, κόρη του Αποστόλη, να έρθει στην Αδελαΐδα της Αυστραλίας να παντρευτούν και να κάνουν οικογένεια.  Φαίνετε όταν έφυγε πράγματι αποχαιρέτησε την πολυαγαπημένη Καρίτσα σχεδόν για πάντα.  Έχει επιστρέψει κάμποσες φορές για μικρά μόνο διαστήματα, νοσταλγεί το πατρώο χωριό αλλά για περισσότερο από μισό αιώνα πατρίδα του είναι η Αδελαΐδα στην Αυστραλία, κάπου 14000 χιλιόμετρα μακριά.

 

 

(Translated only for meaning)

Three little birds sat high οn Aι-Υιannis,

One looks towards Ai-Lia and the other towards Mazaraki,

The third, the best one, laments and says:

“Blackness is falling, black and furious”

New Year’s dawning in  great despair

Diamantis, the wretched one, ventures as far as the far ravine

Not sensing the coming of the  andartes, massive and wretched

The villagers return home  and dress up for church

Diamantis, the wretched one, looks out  the window

Oh! wife, what can I say?

Many andartes I see and I won’t be coming back.

His guns he grabs, his guns he takes.

To the basement he drops and flees in fright.

At the little tilling fields he slays the andartis.

But they ambush him and shoot him in the head.

So two brothers come together.

Stelios killed in foreign places.

And Diamantis in the ravine of Bambakia.

May the birds that hear of this never sing once more.

And along the Parnon Mountains grasses not spring.

The above lines were adopted from a klepht song of a previous era and adapted by Kapa Pi ke Rozaklis (alias for Konstantinos Panagioti Rozaklis), aged 78, the village lyricist, in telling the tale of the blackest day in Karitsa during the last century, Black New Year’s Day of 1947.

Unbeknown to perhaps nearly all villagers, on New Year’s Eve, Tuesday 31 December 1946, about 150 andartes (guerrillas) of Dimokratikos Stratos Elladas (DSE), Democratic Army of Greece, the military arm of the communist party, had come down from the high mountains and assembled on the outskirts of Karitsa, waiting for the dawning of the next day.

Karitsa, α closely-knit but remote mountain village of no more than a hundred dwellings housing around 400 souls, was in desperate straits: plagued by the fog of civil war, of famine, of depression, and of widespread grieving.  The andartes aimed to move in, take control, get hold of all the food they needed to survive in the mountains and finally to settle scores, some old and some very recent, with known foes. They were led by Takis Georgopoulos, aged about 30, the stepson of a local woman.  He had grown up in Karitsa, had been schooled there and had an intimate knowledge of the village.

Though this was an unusually milder winter, a good one-third of the villagers had left their homes in the village proper, as they had habitually done for hundreds of years, and were spending the winter months of December, January and February living in their kalyvia, about 70 low stone built hovels, scattered all over the milder lowlands.  By now the ploughing and the sowing of the tilling fields was long over, the oil harvest was drawing to a close, and the two oil presses did not have much more pressing to do.  The birth of the new year however is also the start of the lambing season and all shepherds had of course brought their flocks down from the frosty mountains to graze and to be looked after in the milder lowlands.  But, on New Year’s Day itself most kalyvia-dwellers would be making their way back to their homes in the village proper to be among family, friends and loved ones to welcome the coming of 1947. 

In the homes and shops the villagers were getting ready, as was customary, to welcome, as best as circumstances allowed, the New Year by staying up all night playing triantaena (31) either as family groups huddled beside the fireplace or in one of the magazia (general stores cum coffee shops).  Groups had gathered at Grammatikakis’ shop next to the school, and at Katsambis’ taverna below Agios Konstandinos, but the most intriguing game was being played at the Kafetzeiko, present day residence of Andonis and Katerina Katsambis. This shop was managed by Thanasis Katsambis (Thanasakis) who was renting it from his koumbaros, the stock merchant Thanasis Antoniou (Gero-Psychogios), aged 66.  Antoniou had inherited it through his wife Veneta, granddaughter of Constantinos Tsebelis (Kafetzis), one of the earliest coffee shop proprietors and powerful village identities of the 1800s.

Quite a few men were at his shop that night: drinking, chatting, joking around and playing 31.  Prominent among the revellers were Thanasis Katsambis, Leonidas Malavazos, Diamantis Antoniou, Diamantis Hagias and Georgios Antoniou.

Thanasis Georgiou Katsambis (Thanasakis), 51, the shopkeeper, was a highly regarded and respected member of the village community who for a period had served as president of the village council.  He was literate and many villagers, who could not read or write, would often turn to him to scribe letters to loved ones overseas or away from Karitsa.  Some speculated that he may have been a secret sympathiser of the DSE but he was careful to maintain good relations with all.

He was a keen but cautious card player who liked to study and memorise the cards played.  That evening, though, his mind was otherwise occupied, flicking over and over, one by one the destitute years of the recent past.

It had all begun a little over six years earlier when on 28 October 1940, Italy, backed by Nazi Germany, demanded free and unfettered occupation of Greece to which the people, as one, cried the famous “Ochi!” (NO!)

On that day, Thanasis remembered well, the whole village had converged outside the home of papa-Anastasis, the village priest.  All were anxious, and apprehensive, about the impending war with the Italians.  Nobody in the village owned a radio and the only contact with the outside world, ever since just after the Fist World War, was a wind up telephone that was kept in the priest’s residence.  Prominent among the milling throng was Lambros Anastasi Tountas (Mikroutsis), aged 33, a koumbaros of papa-Anastasis, valiantly trying to lift the spirits of the villagers.  “Come on people,” he cried fearlessly, “I’m a hunter.  Bang!  I’ll shoot their heads off like partridges in the sky!”  About thirty young men were the right age and were ordered to mobilise.  The following day, papa-Anastasis along with their parents, grandparents, relatives and all fellow-villagers were farewelling them as they made their way on foot to Geraki, then bussed to Sparti and then on to Tripoli to begin readying themselves to hold back the Italians on the northwestern border with Albania.  Two of them were never to come back and a third was to die on his return.  Stylianos Antoniou, 28, son of Thanasis Antoniou, and Constantinos Panagioti Tountas, 33, were killed in battle.

Nikolas Georgiou Hagias, 30, lost an arm on the battlefield and returned to the village physically disabled and emotionally distressed.  Unable to face fellow villagers in such a state, he lived as a hermit in his kalyvi at Kalivitses on the outskirts of Karitsa.  After a short time, he died and was returned to be buried in Karitsa.  The villagers mournfully followed the funeral procession and burial of the dead war veteran at the cemetery next to Agios Constantinos.

Scrutinising the tormented faces around the card table Thanasis Katsambis recalls the Italians failed to break the Greek resistance and had to rely on the intervention of the Germans.  Meanwhile the Greek government and King George II fled to safety in Egypt; all this while a broad mass organisation, but with strong communist influence, began springing up in the middle of 1941.  Initially in Laconia it was known by the name of Nea Philikí Etaireía (New Friendly Society) and later as EAM (Ethniko Apeleftherotiko Metopo – National Liberation Front) and it aimed to rid the country of the occupiers, to fight fascism and to oppose the return of the monarchy to Greece.  It gained wide support and by February 1943, at least seven young men of Karitsa had joined its military wing known as ELAS (Ethnikos Laikos Apeleftherotikos Stratos – National People’s Liberation Army), which was the predecessor of the DSE.

As the card game at the Kafetzeiko continued and small coins exchanged around the table, round after round through the night, Thanasis had time to reflect and recall the spectacular success of the Resistance.  The Italians had only entered Karitsa on one occasion and when in September 1943 Italy surrendered about ten Italian soldiers hid amongst Karitsiotes in fear of vengeful German troops.

Two of them were kept in Karitsa and the others were sent to other villages.  One of the Italians, Antonio, was first kept by Michalis Tountas and then by Dimitris Katsambis.  The other, a pharmacist by profession, known as Piero, was looked after by Spiros Leonida Hagias (Barba-Spiros), a 67-year-old sheep and goat herder.  About a year later, the two Italians decided to leave and head for their homeland.  They made their way to Agios Lias, a picturesque peak north of the village covered by tall firs, where they saw a crow circling above them.  Piero considered this a bad omen and decided to return to Karitsa.  Antonio continued walking to the port of Lenidi where he boarded a boat for Italy but was later caught and, along with other compatriots, executed by the Germans.  Piero returned to Spiros Hagias and worked looking after his goatherd in the evenings.  This evening he certainly would be with the sheep and goatherds.

When the Germans took over, they were garrisoned in the larger towns: in Sparti, Gythio, Molaous and Monevasia.  They had only come to Karitsa twice.  They marched in and had interpreters put out the word for all the villagers to gather at Evangelistria, a practice considered by papa-Anastasis a monstrous sacrilege.  It was a well-drilled disciplined army and the locals took fright at the sight of the big men with the swastikas taking their grains and foods, which they would then store at Aetofolia, in the caves overlooking the village.

Thanasis had believed that after the German withdrawal from Greece during the second half of 1944, the existence of all resistance organisations had been effectively terminated with the Varkiza pact in February of 1945 which stipulated the following conditions: all paramilitary groups be disarmed; an amnesty apply for all previous political activities; and, a referendum be held on the fate of the monarchy.

But, during the last two years following the disarmament of ELAS, it had become apparent that anti-communist groups remained armed; roaming the countryside, hunting down, torturing and even executing former ELAS andartes and EAM sympathisers.  These paramilitary groups, also known as Ethnikes Antikomounistikes Omades Kinigon (EAOK) - National Anti-Communist Shooters Groups, were tied or allied to the Organoseis Khi and were more commonly known as Khites.  In local parlance, anyone who was armed and was not a communist was considered a Khite.  It is believed that there were twice as many Khite  s in Karitsa as there were andartes. 

On the other side of the card table, facing Thanasis Katsambis was Leonidas Georgiou Malavazos (Mourhoutas), aged in his mid forties, a right wing activist, who, despite a criminal record and imprisonment for abduction of an unmarried woman in the 1930s, had by the early ’40s been appointed by the authorities the agrofylakas or rural constable of Karitsa.  In 1944, after the death of the then village president, Leonidas had been selected by the authorities, not elected as one might imagine by the villagers, to replace him.  The Greek people had not seen a ballot box either in national or local elections for more than eight years, ever since the imposition of the Metaxas dictatorship in 1936. 

In 1944, within about one week in mid May, the then president, Yiannis Constantinou Antoniou (Pseftis), along with four other villagers, had been killed at the hands of ELAS.

Though more than two years old, the pretext for at least three of these killings is significant because it impacts on the fate of many other villagers including a number around the card table that night.  But, despite the fact that these incidents were fairly recent, in the general confusion and upheaval of the time no one seemed to know with certainty and in detail the whole story as it had unfolded.

From what Leonidas Malavazos recalled, as night fell on Easter Sunday, 16 April 1944, Yiannis Antoniou was among about 25 fellow Karitsiotes mobilised by a brigade led by Panos Katsareas to drive a team of mules with two loads of clothing from Karitsa; one for Levetsova (present day Krokees) and the other for Neapolis towards the southern most tip of Laconia.

Everyone knew Katsareas was the founder of the Khite brigades in Laconia.  Before that, he was widely recognised locally as one of the emblematic figures of the security battalions (Tágmata Asfalías); military groups formed by the puppet government of Ioannis Rallis in order to support the German occupation troops. These battalions fought under the following oath:

"I swear by God this Sacred oath, that I will obey absolutely the orders of the Supreme Commander of the German Army, Adolf Hitler. I will with loyal dedication perform my duties and obey without condition the orders of my superiors. I fully acknowledge that any objection to the obligations hereby accepted will lead to my punishment by the German Military Authorities."

 

It appears that they so feared the growing communist influence within the resistance movement that they thought it preferable, the lesser of two evils, to side with the foreign occupiers and even swear such humiliating allegiances in order to combat this ascendancy.

 

Katsareas, the hard man of the extreme right had found out, or been alerted, that sometime earlier ELAS andartes had raided a clothing store in Molaous, taken away all its stock, and had it secretly brought and stashed away somewhere in Karitsa.

Katsareas arrived in Karitsa on Good Friday just as the village kids were combing through fields and mountain slopes picking wild flowers to decorate the Epitaphios before it was paraded throughout the village that night.

The following day, Holy Saturday, he set about looking for the stock and soon discovered it was kept at a secret ΕΑΜ-ELAS storehouse.  It was known as the Sotireiko and it had belonged to Maroulitsa Anastasi Hagias.  It was a very old house, once belonging to Sotiros Anastasi Malavazos of the 1800s, who in turn had given it to his daughter Maroulitsa when she married Anastasis Georgiou Hagias just before the turn of the century.  The house in 1944 was empty because Maroulitsa, a long-time widow in her eighties, had passed away in late 1943.

Katsareas’ brigade celebrated Easter Sunday in Karitsa and doubtless cracked traditional red Easter eggs with local supporters.  By late afternoon however, they had the locals loading the entire stock stashed at Maroulitsa’s and that evening cart some to Levetsova and the rest to Neapolis.  On Easter Monday, they were allowed to return to their village with their animals.

Leonidas then remembers that two or three days after the return of the mule drivers from Levetsova and from Neapolis, ELAS andartes had come down to the village in pursuit of those that had betrayed their storehouse.

Four locals were soon rounded up and locked up in Maroulitsa’s.  These were: Giorgis Pandeli Tsebelis (Farmakis ), 19; Spiros Panagioti Kritikos (Spirakis ), 43; Leonidas Georgiou Tountas (Leonidakis), 48; and, Potis Thanasi Kritikos, 19.

Whereas the capture of Spiros Kritikos and Leonidas Georgiou Tountas was unsurprising as their opposition to ELAS was well known; the detention of the two 19-year-olds, Giorgis Tsebelis and Potis Kritikos was most bewildering.  Giorgis Tsebelis had no known political involvement and Potis Kritikos, up to that time, had been considered to be a member of ELAS.  Even more bewildering was that of the four only Giorgis Tsebelis had been accused of betraying the secret storehouse.  The other three were being held for other unspecified reasons.  For whatever reason though, they were all kept there for about ten days.

After that, they were transferred to the ΕΑΜ-ELAS prisoner camp at Geraki.  This was a large enclosed courtyard with detainees from Lakonia and southern Arcadia.  It was under the command of Kostas Apalodimas who controlled and often tried a constant stream of incoming and outgoing opponents.  Many were then moved on to the Monastery of Elona. 

The monastery, a distance of about 35 kilometres from Geraki, is concealed in a cave on a cliff-side high in the Parnonas mountains.  It dates back to around 1300 AD but ΕΑΜ-ELAS had recently evicted the monks and had it converted into a smaller prison camp mainly for opponents sentenced to be executed.  It also had its own guerrilla court where those passing sentence were often also the executioners.

After a fortnight, the guerrilla court at Geraki presided over by Apalodimas decided the fate of the four detained Karitsiotes.  While Spiros Kritikos was to be released, and Giorgis Tsebelis was to be exiled for fifty days to Richia, a remote village in rugged mountains east of Geraki, the other two, Leonidas Georgiou Tountas and Potis Kritikos, were condemned to be sent to Elona, and all that that implied.

It is likely that within a day or two, possibly May 15 or 16, 1944, the two had been executed.  Eerily and coincidentally, at the very same time another villager, Michalis Panagioti Tountas, 41, had faced a people’s court in Karitsa, also charged with betraying the EAM-ELAS storehouse, and had been executed on May 15 just outside Karitsa. 

Meanwhile, from what had filtered back to the village, it is also believed that under a totally different set of circumstances two other villagers, namely local council president Yiannis Antoniou, 38, and Leonidas Christou Tountas, 32, had earlier been captured by ELAS.  They had then been tried by the guerrilla court at Elona on charges relating to the betrayal and looting of the storehouse, found guilty and summarily executed.  So, in total five villagers had been executed at the hands of ELAS, all at about the same time.

Soon after Karitsa “poet” Kapa Pi ke Rozaklis composed this dedication to the slayed Leonidas Tountas, which was then passed on word of mouth many times over the years.

(Translated only for meaning)

He struggled on, the unfortunate one at night

Without heart or soul he came out of the grave

Step by step he went to move on

And the sky flared, and  seemed like bullet fire

Again he walked towards a woman

A little water he asks of her to wash some blood`

Water, the bitch did give him, and the poor soul did sip

He let her then know he was wounded

And begged for her to hide him

And whatever she may be promised, betray him not

But the godless one, of the unworthy gender

To Thomas she did speak, and revealed he’s hidden here

And the murderer grabbed him to lead him to the grave

And his head he lopped off in the grave to take him again.

By the time of the executions at Elona Giorgis Tsembelis was already on his way to Richia, exiled for fifty days.  He believed that someone must have put in a good word to the andartes about him and that is why he was spared.  He was given a document and told where to go and whom he was to deliver it to.

While Giorgis Tsembelis was relieved that he only had to suffer exile to another village, Leonidas Malavazos considered himself fortunate to have gone unnoticed y the andartes.  Given his political orientation and level of activity, it was considered inconceivable that he had not been heavily involved in aiding and abetting Katsareas.

At any rate, after the demise of Yiannis Antoniou and his own elevation as president, Leonidas Malavazos was now the custodian of all records and registers in the village, not to mention keeper of files on left wing activists, sympathisers and their families.  On top of that, he was the sole issuer of all certificates that villagers may have had a need to obtain.

Diamantis Thanasi Antoniou (Psychogios), 37, son of the shop proprietor, was deputy village president to Leonidas Malavazos, openly armed and actively anticommunist.  Intriguingly, he was the former brother-in-law of Takis Georgopoulos, the DSE leader, whose half -sister Eleni Georgakopoulos (Fasoulou), 20, he was briefly married to some six years earlier before she mysteriously disappeared with the then village schoolteacher, Panagiota Tzeferakou (Kyria Nota), 25, and after that presumed killed.  Within three years Diamantis was married again to Garoufo Chronis who bore him a son, Thanasis, in 1944 and was currently pregnant after having lost daughter Styliani very soon after birth only about four months ago.

Diamantis Stylianou Hagias (Dasarchis), 22, at the time was one of the two agrofylakes of Karitsa and stood out in his uniform.  He felt a sense of security and empathy within these four walls because it was the place that his father and mother were renting and moved into as newlyweds in 1923; the place where his mother had given birth to him in the winter of 1924; and, that which tormented him most, the place where she had died 38 days later.  If she could only see him now! A strapping young man, only 22 and already an agrofylakas. Diamantis Hagias had succeeded his second cousin Leonidas Malavazos to this position two years earlier when Leonidas had been appointed president. The thought went through his mind: Was this the natural line of progression in village affairs?  Was he, one day, destined to also be president?  But, at the moment, for one so young he had a very difficult and unpopular job to carry out.  He was required to be in uniform at all times, to continually be on the move all day long, sometimes even at night, keeping an eye on vegetable gardens, tilling fields and grazing areas to deter would be offenders and punish transgressors.  He was unavoidably constantly involved in disputes, in quarrels and in dragging locals to court.

Giorgis Yianni Antoniou (Gyftos), 37, land tiller-cum-blacksmith-cum-barber as well as DSE sympathiser was also at the same card table. One of his six living brothers, Andreas, 26, and his young wife Katerina from neighbouring Kosmas were armed DSE andartes in the mountains but probably not part of the contingent currently surrounding the village.  Before that, both Andreas and Katerina were part of EAM-ELAS.

Other Karitsiotes that at one time or another had fought within the EAM-ELAS ranks of Parnonas and Taygetus in Laconia included: Giorgi Antoniou’s first cousin, Grigoris Dimitriou Hagias (Balas ), 35, father of four; Pantelis Constantinou Malavazos (Malamas), 32, also father of four, shoemaker and church chanter assisting papa-Anastasis; Theodoros Georgiou Stavrianos (Kapetan Gris), father of three who was originally from Kosmas of Arcadia but had settled in Karitsa about twenty years earlier when he married a local girl; Vasilis Yianni Malavazos (Beys), 24, who was not yet married, had fought in the regular Greek army against the Italians and the Germans from 1940-41 and then joined the EAM-led resistance; the Roumeliotis boys, Mitsos and Panagiotis, 24, unmarried sons of Spiros Malavazos; and, of course the earlier mentioned Potis Athanasiou Kritikos.

They all had taken the ELAS oath before a representative of EAM.

“I swear by the Greek people and by my conscience, that I will fight to the last drop of my blood for the total liberation of Greece from the foreign yoke; that I will fight to defend and consolidate liberties and all sovereign rights.  To this end I will carry out the orders and directives of superior bodies and will avoid acts detracting me as an individual and as a fighter.”

None of these villagers espousing such high principles were at the Kafetzeiko that night.  One had been executed seven months earlier, one or two had fled to Athens, a couple my have been at card games elsewhere in the village and it is quite possible some may have been with their comrades who at that very moment were encircling Karitsa.

Following the emergence of the Khites and their onslaught against former ELAS fighters and sympathisers a little more than two years earlier, some, including Grigoris Hagias, Vasilis Malavazos, Giorgis Yianni Katsambis (Liras ), 25, and Anastasis Theodorou Tountas (Eliouras), 26, fled this persecution by moving to Athens.  Others like Giorgis Antoniou’s brother and sister-in-law, Andreas and Katerina, took up arms once again and fled with guerrilla bands in the mountains.

Only four days ago, on Friday 27 December 1946, the communist party had embraced these armed bands, renamed them DSE, and, charged them with the responsibility of defeating their opponents and opening up the way for the socialist transformation of Greece.  There was no doubt in anyone’s mind, least of all Giorgis Antoniou’s, that a line in the sand had been drawn and that soon, like it or not, sides would need to be taken by all.

But, that night, the fact that he was at the Kafetzeiko and at that particular card table showed that at least when it came to celebrations and a good game of cards at the magazi political leanings were not dividing the villagers, even if more of the middle-of-the-roaders and DSE supporters most often frequented Katsambis’ taverna.

Other than for one, the revelry, drinking, fun and game of 31continued through the night. It was obvious though that Diamantis Antoniou was having an uneasy time.  He was not taking part in the game and seemed on edge, anxious and maybe even a little afraid.  With a rifle over his shoulder, he looked as if his mind was elsewhere, every so often pacing around, and in and out of the shop.  Could it be that he knew something all other villagers did not, or did he have a strange sense of foreboding? 

It later emerged he had good reason to be watchful because by then the DSE had made inroads into the village and had been informed who was around the card table at the Kafetzeiiko.  Indeed the DSE contemplated attacking it with hand grenades, and surely killing all present, but the move was vetoed by Georgopoulos out of respect for Thanasis Katsambis.

The card game broke up near dawn; everyone exchanged greetings, shook hands and said, “Happy New Year…” but stopped short of adding what everybody longed for most of all, “… a prosperous, productive and peaceful 1947!”  In these times of general grieving, of poverty and of uncertainty such sentiments were best unspoken.

So, as the andartes of the DSE were taking up  key positions throughout the village, the card players in twos and threes started slowly following the various walking paths leading to their homes. Thanasis Katsambis and Diamantis Antoniou took the path towards the threshing ring.  Leonidas Malavazos plodded up the slope in the direction of the spring.  Diamantis Hagias and Giorgis Antoniou left together along the path past the water well at Lefko, headed towards Melego and then split up at Gouvi near Maroulitsa’s house; Diamantis trekking uphill and Giorgis downhill, to their homes for a couple of hours sleep, intending to meet up once again at church for the morning New Year service.

On the down track, before reaching his home, Giorgis passed the gloomy hovel belonging to the family of Theodoros Anastasiou Tountas (Karamelos) whose wife, his father’s cousin Diamando, dressed in black, and her children, were grieving his tragic loss less than three months earlier.  Barba-Thodoros, as Giorgis used to call him, like his younger brother, Alexis, was a committed revolutionary dedicated to the socialist transformation of Greece.

Alexis Anastasiou Tountas, 12 years younger than Theodoros, was a member of the communist party and in the 1930s was very active against the dictatorial regime of Ioannis Metaxas.  In 1936, he contested a seat for the Pallaiko Metopo, a front organisation for the communist party in the Greek parliament.  Though he was personally unsuccessful, his organisation won 15 out of the 213 seats, but in the same year the party was banned and he, along with 600 comrades, found themselves imprisoned in Akronafplia.  He would not be released because he refused to sign a statement renouncing the outlawed communist party.  During the German occupation, in 1942 or 43, he was handed over to the Germans and moved to Katouna Xiromerou of Etoloakarnania where he is presumed to have been executed.

In Karitsa, Theodoros, aged 56, a land tiller cum cobbler, continued agitating for social change.  Apart from moral support to EAM and ELAS his family had been instrumental in establishing in Karitsa its youth wing, EPON (United Panhellenic Organisation of Youth - Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων) to develop cadres to carry on the struggle in the future.  In 1943, within the EPON movement in the village, his son Anastasis, 22, and daughter Stella, 17, had organised interested children, aged 7 – 15 into two social groups.  Aetopoula (Little Eagles) was the name given to the boys’ group while the girls’ group was called Gerakines (Female Hawks).  Their aim was to struggle for their rights not to die from hunger and not to be without clothes but to have schools, bread, medicine, and some entertainment in their lives.

These activities had made Theodoros a target, so much so that in the Autumn of 1946 he had been hunted down and captured by a Khite brigade led by Kostas Bathrellos of the “Eagles of Mani”.  He was then stripped down and tied on the middle post of the stone threshing ring, the gathering spot next to the church and very place that barely a month earlier the villagers were threshing their wheat, barley and lentil crops. 

On that fateful day, however, the Khites rang the bells of Evangelistria to summon the villagers from their homes to witness what awaited their captive.  The locals looked on aghast as the “Eagles of Mani” proceeded to use soaked ropes to belt the unfortunate villager to near death.  He was then dragged away from Karitsa and finally murdered in the ravine below the Makareiko Paliokalivo, on the road to Geraki.  It is there that papa-Anastasis went later to conduct a simple funeral service and with his family bury him, a plain wooden cross marking the spot where he expired. 

On the up track, before reaching the home of his father, Diamantis Hagias passed the adjoining gloomy home of Theodoros Stavrianos, also known as Kapetan Gri, whose family, black-clad wife Nikoleta and her three children, were also grieving the loss of the head of their family. Theodoros, originally from Kosmas had come and settled in Karitsa in the early twenties when he married Diamantis’ second cousin Nikoleta Rigas. Theodoros had been killed only about seven months earlier.  He had been hunted down by Khites, captured in Karitsa and taken away and killed in a mass execution in Agiannakis outside Skala in May 1946.

Diamantis was saddened by the widespread grief in the village.  His own home had not been spared the curse of the times.  His kid brother Panagiotis, 10, had also been killed a few months earlier when a grenade found in a disused well by a group of boys, exploded and killed him.  It had probably been left behind by the Germans, the Khites or the andartes of ELAS.

By now, as dawn was breaking over Aetofolia, Yiannis Christou Katsambis (Yiannipofolos), 51, a shepherd who lived on the outskirts of Karitsa, about 150 metres further up from Diamantis’ home, took his shotgun to try some new year luck hare hunting for an hour or so before church.  On his way out of the village, to his astonishment, he fell upon a company of andartes.  He was the first of the villagers that day to encounter the DSE fighters and wondered with a lot of apprehension what sinister consequences the New Year had in store for his beloved village, his own immediate family, his extensive network of relatives and his many friends.  In the presence, however, of these andartes with the neglected beards and bedraggled hair he knew he had to remain composed and not show either support lest he be drafted as an ally of the DSE or hostility for fear that he be seen as a collaborator of the Khites.

By this time, the andartes had set up lookouts in strategic spots, with two or three men in each, to block possible escape routes by those they wanted to capture.  Their original intention was to let the villagers have the church service celebrating  St Basil’s and New Year’s Day in the morning and then set about arresting known foes, settling old scores, expropriating foodstuffs and rounding up pack animals. This plan, however, had to be quickly brought forward after the encounter with Yiannis Katsambis and their presence becoming known among more and more villagers.  They then immediately took control of all neighbourhoods, routinely searching houses, shops and walking paths and rounding up all the men of the village into Evangelistria, the main church.  All that by ten that morning.

In the midst of it all, Dimitris Stylianou Hagias, Diamantis’ 16-year-old younger brother, was already up and about and by now had trekked up the rocky slopes of Rachi Asfaka with a bucket of water for his goats grazing at Aetofolia.  On his way down from the ridge, the air was biting cold and the metal watering bucket slung over his shoulder glistened in the morning sun.  Mistaking the glint of the metal for that of a gun, the andartes who were on the lookout for anything remotely suspicious opened fire in the direction of the unsuspecting Dimitris.  The poor boy was spared his life only by the desperate cries, the tears, hysterical weeping and pleading of his mother, Katerina, screaming out, “It’s not a rifle, it’s a bucket!”

Meanwhile at home, Katerina’s weary and drowsy stepson, Diamantis, had taken his shoes off, gotten out of the agrofylakas uniform, carefully hung the coat on the back rest of the straw-thatched chair and placed the hat with the crown neatly on the seat, ready go to sleep under the thick goat hair rug on the thatched mattress on the floor by the fireplace.

All of a sudden, however, the rattle of machine guns nearby startled and alarmed him so much he grabbed all paperwork and records he held as agrofylakas, as well as a couple of hand grenades, to hide outside.  He then came back inside to get fully dressed and, hopefully, after that, go next door and seek refuge in the Stavrianos home which, out of respect for their fallen comrade, was considered a safe haven from DSE andartes. But as soon as he opened the door he was confronted by andartes with automatic rifles pointing straight at him. “Where is the agrofylakas,” they demanded, “and where is his gun?”

“I’m the agrofylakas,” answered Diamantis, “and I don’t have a gun!”  He did in fact carry a borrowed rifle when he was on duty but he dared not admit that in such hostile circumstances.

The guerrillas then came in and left everything in a mess; the area upstairs where his father, stepmother, brothers and sisters lived, as well as the area down below where they had the hay, the animals and the pots of olive oil that they had recently pressed at the oil press next to the church.  It had been a good harvest and they had managed to produce about 300 okas of oil, which they stored in six large ceramic pots.  The andartes rummaged through everything searching for the gun they suspected Diamantis possessed.  In their haste they had household items smashed and strewn all over the place.  Fortunately, they left the oil untouched.

The persistent interrogation about the rifle ended up in a “Yes, you do – No I don’t,” prolonged exchange between Diamantis and his accusers.  Diamantis recognised one of them with a disfigured hand to be Nikos Liakakis from Vlahioti and in a burst of fury another andartis scowling at Diamantis all but betrayed the DSE pretext for the attack on the village:  “Theodoros Tountas and Theodoros Stavrianos,” he snarled, “You’ll pay (for their deaths) in blood.”

“If, as you say, I killed Theodoros Stavrianos,” the besieged Diamantis tried to reason, “why is his son here?” Panagiotis Theodorou Stavrianos, 14, on hearing the kerfuffle had rushed to his neighbour’s assistance.

“And, who are you?” the andartes demanded of Panagiotis.

“I am Panagiotis, the son of Theodoros Stavrianos,” he answered proudly, only to be ignored.

And as Diamantis was been led away, ominously towards the hills, Panagiotis rushed to find his widowed mother, Nikoleta.  “They’ve taken Diamantis!” he panted.

Diamantis, fearing the worst, was already thinking of ways to grab a rifle from his tormentors and save his life.  Fortunately, for him, Nikoleta appeared at her balcony window and demanded, “Let the poor lad free and go away!”

She was duly asked who she was and beating her chest in exasperation she cried, “I am the wife of Theodoros Stavrianos!”  Diamantis was freed on the spot but told to go with his brother Dimitris to the main church, Evangelistria.

So Diamantis Hagias, along with his brother Dimitris and Apostolis Christou Hagias, 40, a neighbour as well as second cousin but unbeknown to them all  Diamantis’ future father in law, made their way to Evangelistria fearful and uneasy about what the andartes might have in store for them. Diamantis’ father Stylianos Diamanti Hagias (Dratsas), 57, and brother Giorgis, 18, did not join them because they were at the family kalyvi in the lowlands.  They had to graze the goats and sheep in the tilling fields, look after the pregnant ewes in the pens, care for the new-born lambs and water the cows.

Evangelistria, on the other side of the village, surrounded by the war memorial, the maple trees, the school, the threshing ring, the olive press and the vegetable gardens occupies the most prominent position in Karitsa. Its impressive single-nave structure with marble anthrax, tall bell tower, red-tiled roof and dome make it the pre-eminent spiritual as well as cultural monument of Karitsa.  It is the largest building in the village with the greatest capacity.  Perhaps that is why the andartes on that day, like the Germans earlier and the Khites later, would choose it as the place to round up all the men in the one spot.

When Diamantis, Apostolis and Dimitris walked through the main entrance of the church most men of the village were already gathered there, horror-struck in the presence of the wretched and tormented faces of three fellow villagers selected to be executed. A little earlier, there were nearly four on death row. In front of the terrified villagers, Argyris Yianni Katsambis (Vatsouras), 33, had been dragged in by the hair on suspicion that he was armed.  In a similar case to that of the young shepherd with the metal bucket glistening in the sun, the andartes had apparently seen something on Argyris also glistening.  Luckily, his life was spared thanks to the mediation of his second uncle, Nikolas Profiris, who was trusted by both sides of politics.  “This poor man,” he impressed upon them, “doesn’t even have a knife to slice his bread!”

But, while Argyris Katsambis was spared, Spiros Kritikos, his young cousin Giorgis Kritikos and Theofanis Tountas remained on death row; their hands tied with church candles, the three were trembling like the leaves on the maples outside, awaiting a fate beyond their control. 

Spiros Panagioti Kritikos (Spirakis), 46, was a married family man with four young children.  He was one of the four villagers arrested by ELAS in the spring of 1944 on unspecified charges.  He had been locked up in Maroulitsas’ secret ELAS storehouse in Karitsa for about ten days and then detained a further fortnight at the prisoner camp in Geraki before being tried on whatever charges and released.  He was a self proclaimed Khite and zealous anticommunist. 

Young Giorgis Athanasiou Kritikos (Soufras ), only 19, had been tagged so because he was tall and lean.  He was also sometimes referred to as Chelonas (Τortoisecatcher) because as a show of daring he liked to bite the heads off tortoises he found crawling peacefully across the Misorachi ridge opposite his family home.

Young Giorgis from an early age carried a chip on his shoulder about the dreadful lot his family had had to bear.  His father Thanasis died when he had just turned two, and his older brother, Potis, was four,  while his younger sister was yet to be baptised, that is why she was named Athanasia, after their late father.  His mother, Eleni, tried valiantly to make ends meet but had to adopt Potis to his uncle Dimitris in Kounoupia to ease the pressure.  This seems to have distressed young Giorgis who had been troubled since his schooldays.  His teacher would prophetically say of him: "One day that boy will either kill or be killed!"  As a youth, he resented authority and when Potis, who had joined ELAS was executed by his own comrades in the spring of 1944 on unspecified charges Giorgis began to express bitter feelings about them and publicly identify as a Khite  . 

Theophanis Panagioti Tountas, 32, was a simple man, prone, when egged on, to make outrageous threats against communists, particularly after his brother, Michalis, had been executed by ELAS andartes in the spring of 1944.

It is also said that he was present and he too struck a blow when in April 1946 Karitsa Khites were beating Antonis Konstantinou Malavazos (Skaltsoros), 33, who died that night as a result of the injuries inflicted.  Such brutality was meted out simply because Antonis was the brother of Pantelis who was fighting on the side of rebel bands in the mountains. Pretty much the same mob of local Khites, with the exception of Theophanis, were involved in a series of other atrocities in the village against family members of ELAS guerrillas, including the unprovoked attack on Dimitris Grigoriou Hagias (Gero-Balas), 50, father of Grigoris who by now had fled to safety in Athens. In early November 1945 while grazing his flock of goats and sheep a little distance from his kalyvi in the lowlands he was attacked and tortured by this mob. He was stomped, kicked, punched and struck around the head and body with sticks until he collapsed with broken ribs and left concussed coughing up blood. He was lucky to escape with his life, though he was bedridden for more than a month and unable to look after his flock.  Disappointingly one of his assailants was an 18-year-old nephew of (the son of a first cousin).

Scanning across the fearful faces of the villagers inside Evangelistria, Diamantis Hagias noticed five who stood out because of their absence.  Diamantis Antoniou, brothers Giorgis and Lambros Tountas, Sophocles Tountas and Leonidas Malavazos all knew that theirs would be certain names on any DSE list of foes to be arrested and executed.  As it later became known, they all had an escape plan, and at that very moment, three were holed up hiding no more than 150 metres away and two were literary running for their lives. 

The Tountas brothers, Giorgis, 20, and Lambros, 18, were the sons of Leonidas Georgiou Tountas, a first cousin but bitter opponent of Theodoros Tountas, the committed communist slayed the previous year by Khites.

Leonidas Georgiou Tountas, also, two years earlier, in the spring of 1944 when he was 48, had met a violent death at the hands of ELAS andartes at the monastery of Elona.  He had been one of the four villagers arrested by ELAS in Karitsa in April 1944 and held in Maroulitsa’s secret ELAS storehouse.  He was held for ten days in Karitsa and then another 15 in the prisoner camp in Geraki before being tried on unknown charges and then sentenced to be sent to Elona where he was executed along with Potis Kritikos.

To avoid capture 18-year-old Lambros Tountas, who was still at school when war had broken out at the beginning of this dreadful decade, sought refuge in the dog and pig shelter, a small cell under the family baking kiln in the court yard of their house.

His quarrelsome older brother Giorgis Tountas hid in the house itself and made a run for it when the andartes came searching.  He dropped some two and a half metres from the front window into a patch of artichokes, and with the andartes still firing behind him, hurdled two retaining stone walls and ran helter-skelter down the steep slope over prickly bushes and over crags till he reached the bottom of the ravine between Tsouka and Misorachi.

In such an event, the longstanding escape plan that had been worked out with Diamantis Antoniou was to steer clear of the mountains and the andartes’ strongholds and to follow the ravine downwards through the tilling fields and then on to Geraki.  But, this time, with adrenalin pumping, Giorgis Tountas changed his mind and opted to follow the ravine upwards; figuring that, for the time being at least, all the andartes had come down to Karitsa and had abandoned the mountains.

So he headed up towards Diaselo, a kind of saddle between the twin peaks of Tsouka and Elatias, the area the andartes had for the time being abandoned to be in Karitsa and where, fortunately for him, they did not think it necessary to leave behind a lookout, figuring no Khites would seek refuge in their territory. 

After all, this was seen as the natural realm of the andartes. Moreover, it was devoid of woods necessary for cover.  It had been like that for more than five generations, ever since the summer of 1825 when a Turkish detachment led by Imbraim Pasha had torched Tsouka to flush out the locals hiding on its thickly wooded slopes. Overgrazing by thousands upon thousands of goats and sheep in the years that followed had not allowed the area to rejuvenate and its environmental degradation had continued unabated.  Nonetheless, Girorgis Tountas, despite heavy gunfire from the village below managed to escape beyond the saddle and the surrounding mountains.

Meanwhile, Giorgis’ second cousin Sophocles Dimitri Tountas had sought refuge in the ceiling cavity of his house, under the skafidi, the long wooden tub used to knead the dough, that was kept up there when not used.  The andartes had, as anticipated, gone there searching the house, top to bottom, and even fired shots into the ceiling, which miraculously missed Sophocles trapped under the kneading tub.  Sophocles, somehow, also escaped when his house was torched.  When the flames reached the ceiling Sophocles fell to the basement.  He then went to the door and incredibly fortunately, for him, he did not see any andartes so he made a run for the dog and pig shelter where his cousin Lambros was also hiding.  His mother, Stamata, who was at the church where the andartes had gathered all village folk, fretted and feared the worst.  “Oh no, oh no! they’ve taken my son,” she moaned.  But both her son, Sophpcles, and her nephew Lambros, remained safe holed up in the pig shelter the whole time the andartes were in the village. 

Unlike the three Tountas boys, Leonidas Malavazos thought it unwise to try to hide in his own home.  As soon as he got wind of the presence of the DSE andartes, he fled downhill towards Geraki, though not along the ravine as planned with Diamantis Antoniou.  He tried to cross over to the lower slopes of Asfaka but was hit in the hand and wounded by a stray bullet at a place known as Tou Georgantoni ti Mantra.  The bullet, which penetrated his left palm, rendered his third and fourth fingers useless and left a gaping exit wound on the back of his hand.  Even so, he did not give in, he kept going and on his way out of Karitsa managed to evade two DSE checkpoints and escape the andartes net. 

The first checkpoint was at Smyrtia, the age-old water spring and well irrigating numerous vegetable patches and fruit trees.  Situated just below the village, in less dramatic times this was a favourite stop for all Karitsiotes to take a breath, quench their thirst and enjoy the soothing sounds of the trickling spring.

When Leonidas was going past this checkpoint the two andartes spotters had their minds elsewhere, foraging the gardens for cauliflowers and cabbages to ease their hunger.  Though he was carrying a rifle, firing at them was out of the question. Firstly, he could not, he was injured, and in any case, it would have been extremely risky attracting the attention of other andartes to his escape.

The second checkpoint was at Tsardaki, an open area below Smyrtia with a grand old olive tree gracing the landscape.  The tree had a wooden platform nailed to its branches providing an excellent view all around for dragates (field guards) keeping an eye out and making sure grapes, figs, pears and even wild pears were not picked by people other than their rightful owners.  The olive tree would indeed have been an outstanding lookout for the andartes, but when Leonidas was going past the pair allotted there also had their minds elsewhere; huddling together, sheltering from the bitter cold close to the oddly knotted trunk of the old tree.  By the time they realised who had gone by and readied themselves to do what they were there for Leonidas had made a good distance across a nearby hill which also did not have tree cover of any significance.  A storm of bullets then rained in his direction but luckily for him, none with his name.  Further on Leonidas was found by Giorgis Christou Katsambis (Maheritsas), 49, who was busy grazing his goats in the lowlands and disinclined to venture to the village to celebrate the coming of the New Year.  Giorgis Katsambis bandaged Leonidas’ hand as best he could with some rags. From there, Leonidas headed for Pyrgakia and the pen where Stylianos Hagias sheltered his sheep and goats during the harsh winter.  Weakened by fatigue and loss of blood he collapsed on the way and was found under the branches of a skindos bush by Giorgis Hagias, the son of Stylianos, who spotted from a large rock pile whilst on the lookout for his oxen grazing in the open. 

Giorgis talked to Leonidas but he did not have the strength to reply. He then ran back to the pen and returned to the ailing Leonidas with his father.  Stylianos, a heavy pipe smoker, pressed his pouch of tobacco into the gaping wound to staunch the bleeding and then bandaged around it. Georgis then went looking for Panagiotis Georgiou Malavazos (Tsagouris), 40, Leonidas’ brother who was grazing his goats nearby.  They then rushed back with Panagiotis’ mule to carry the injured Leonidas some seven kilometres, or about an hour, along the mule track to Geraki and then a further forty kilometres, about eight hours, to the provincial capital Sparti, to be given the medical care he needed.

Diamantis Antoniou, in contrast to the Tountas boys and to Leonidas Malavazos, faithfully followed the original longstanding escape plan they had devised as a group to come into operation in the event of a DSE incursion in Karitsa, like this one.  When coming up to the threshing ring that morning, as he habitually did for a stretch, a stroll and a look around, he had quickly become aware he was under close watch. He hurriedly made his way back home, grabbed his rifle and farewelled his pregnant wife and two-year-old son Thanasis before jumping out of a window and feeing in the nick of time as a group of andartes were rushing into the house in hot pursuit.   It is uncertain from where and how he jumped without getting hurt because the house has high walls and the doors and windows had bars.  This house was part of the dowry he had received when he married Eleni Georgopoulos, the sister of DSE andartis Takis Georgopoulos who was leading the current incursion in the village.

From home, he planned to move quickly into the ravine below Karitsa, to follow it through the tilling fields and then to head for Geraki.  On his way down, at a place known as Stou Panagioti Kritikou tin Mandra, before reaching the ravine, he wiped out the DSE lookout on the far side, gunning down two andartes. He was an expert sharpshooter with a rifle. It was said by villagers he could shoot a cigarette from your mouth.  One of the andartes, a man mountain identified as Solon from Arachova, his very best fighter according to Georgopoulos, died immediately and the other succumbed to his injuries later as well.

After about twenty minutes into the ravine, distinct among the stunted shrubbery of the area by its thick bushes on either side, Diamantis Antoniou, closely followed by his hunting dog, came across a clearing at α goat track crossing at a place called Vamvakia.  Tragically for him, the bell on the collar around the neck of his dog, had enabled the andartes guarding this part of the ravine to follow his movements and as he passed the goat track he was shot from behind with a single shot to the back of the head at very close range. 

According to local conjecture, if, once he took out the lookout he had crossed the ravine and headed up the slope and past his victims, instead of heading down and into the ravine, he probably would have escaped since after that there was an open expanse away from the direct vision and the firing line of the DSE andartes.

Meanwhile back at the church Spiros and Giorgis Kritikos and Theofanis Tountas had remained tied up, crying and trembling in fear.  There had also been a heated clash between Takis Georgopoulos and papa-Anastasis who had abandoned the New Year service.  “You are animals!” the priest, dressed in liturgical vestments, shouted from the altar, staring down Georgopoulos and his comrades. They, in turn, stared him down with equal venom. 

Papa-Anastasis (Anastasis Constantinou Malavazos), 49, widower father of five, had been ordained and served the local parish since the early 1930s.  In these difficult times, since the schoolteacher Panagiota Tzeferakou had disappeared from the village with Eleni, the wife of Diamantis Antoniou, he had kept the school going on his own, teaching the children as best as he could how to read, write and count.  He was strongly opposed to the DSE.

But amazingly, in spite of the open animosity between papa-Anastasis and the andartes there was a break when the body of Solomos was brought to the church for a brief funeral service conducted by papa-Anastasis and then taken for burial at the village cemetery.

On their return to the church after the burial, the main interest of the andartes was to gather as many villagers as they could to load provisions before once again heading back to the high mountains.  To get the job done, all men, with the exception of the three arrested and Diamantis Hagias, were paired off with andartes to load the pack animals with provisions.

It seems that while provisions were been plundered house-by-house all over the village and loaded onto pack animals that were also commandeered, the DSE leaders had other plans for Diamantis Hagias.  He was forced under extreme duress, literally at gunpoint, to identify from a prepared list houses the andartes had marked down to set alight.

Without help, they had already been out and about and burned down the homes of Diamantis Antoniou below the threshing ring, that of Leonidas Malavazos below the Vracho tou Bey, and that of Giorgis Kritikos’ widowed mother, theia-Eleni, next to the church. 

Diamantis Hagias, emotionally distressed, showed them the way and pointed out one by one the homes of the three black clad Tountas widows, Anthi, Stamata and Yiannoula, as well as those of Nikolas Panagioti Antoniou and of Nikolas Christou Tountas

Anthi Tountas’ house, alongside the main water spring, was home for her, for her six children, ranging from three to fourteen years, as well as for her simpleton brother in law Theophanis who was being detained by the andartes. Anthi, aged 40, had been left with the responsibility of raising the family after her husband Michalis had been executed by ELAS andartes in the spring of 1944. He had been accused of betraying to the Khites  the secret EAM-ELAS storehouse. For this he had been arrested at home, tried in a people’s court in Mitsos Katsambis’ taverna and was then led away to be held in their prisoner camp at Geraki.  On the way, however, his escorts unilaterally decided to vary the court decision and killed him with a mattock at Kotroni, about five kilometres out of Karitsa. 

The next house marked down to be set on fire was that of Nikolas Panagioti Antoniou, 70. His house was below the church of Agios Konstantinos.  Nikolas was included among those to be punished because it was suspected his son Mitsos, 35, was connected with the Khites.

They then returned behind Anthi’s already gutted place to put to flames the very old family home that had been split in two and was shared by the other two Tountas widows Yiannoula and Stamata.

Yiannoula Tountas (Leonidakena), 46, was the widow of Leonidas Georgiou Tountas  and the mother of Giorgis and of Lambros.  After her husband had been executed in 1944, she had tried very hard to keep the family together despite her very difficult and hot-tempered sons.

Stamata Tountas (Kalyvena) was the widow of Dimitris Anastasiou Tountas (Kalivas) and mother of two sons, Anastasis and Sophocles, who identified or were heavily involved with the Khites brigades.

Dimitris was called Kalivas because he allegedly was a compulsive thief breaking into and entering outlying kalyvia.  In 1942, while hunting birds with a shotgun, he came across a soldier of the Italian occupation forces who ordered him to lay down his weapon. Outraged Dimitris, however, retaliated by firing birdshot at the hapless soldier who was wounded and died after an ensuing struggle with him. Whilst on the run from the Italians Dimitris was falsely informed that his wife Stamata and four adult children Garifalia, Anastasis, Constantinos and Sophocles had been killed. Convinced that his family had died he fell into extreme depression and drank from a bottle of poison that he always carried with him in his satchel to “silence” guard dogs but despite the best efforts of the villagers he died within a few days, aged 58.

Stamata’s older son, Anastasis, 28, a veteran of the Albanian front in 1940-41, had been killed in 1943 by ELAS andartes.  When he returned from Albania he had brought his weapons with him and when his father, Dimitris, killed the Italian soldier and committed suicide Anastasis went on the run and took up arms, presumably against ELAS and its supporters. At Sto Skirdo Tou Pouliou near Alepochori he came across a clandestine meeting of ELAS andartes and a Briton who had been parachuted to help organise Greek resistance to the German occupation. When confronted Anastasis, like his father with the Italian soldier the previous year, opened fire and killed the Briton. The andartes pursued him to Neochori in Arcadia where after being betrayed he was killed.

The last house Diamantis Hagias was forced to point out was that of Nikolas Christou Tountas (Skoloris), 45.  Nikolas in fact owned two houses, one he used to store hay and the other to live in.  Diamantis pointed out the storehouse sparing Nikolas’ residence, which since the execution of his brother Leonidas in 1944 was also home to his parents Christos and Kyriakoula.  Nikolas was included among those to be punished because he was suspected to be connected with the Khites.  Also, his brother Leonidas, 32, along with the village council president Yiannis Antoniou had been arrested, tried at the guerrilla court in Elona and summarily executed in the spring of 1944 allegedly for helping the Khites raid the EAM-ELAS storehouse in Karitsa.

After Nikolas Tountas’ storehouse was set on fire, Diamantis was paired with another young andartis to load the horse of Panagiotis Tountas (Tsouhlis) and the mule of papa-Anastasis.  On their way pulling uphill the two pack animals, the horse and the mule, to their assembly point at Koprisia on the outskirts of the village, Diamantis for a fleeting moment contemplated grabbing a rock and smashing it over his foe’s head.  Luckily, for him, he resisted the temptation because the lookout was fixed right on him with gun poised.

Eighty pack animals, horses, mules and donkeys, had been commandeered by the andartes of the DSE.  They had been loaded by locals all over the village with bread, cheeses, olive oil, flour, clothing and anything else they thought they needed to survive in the mountains.

By early afternoon the andartes, with the supplies they had plundered, the pack animals they had commandeered, as well as the locals they had paired to do the loading were all gathered at Koprisia or tou Nikola Antoni to Pournari. At about two in the afternoon, the locals were sent back to Karitsa and the DSE andartes began heading towards the saddle or Diaselo and the high mountains beyond, dragging along the hand-bound Spiros and Giorgis Kritikos and Theophanis Tountas.

And, while the men returned to Karitsa to help the women putting out the fires, Diamantis Hagias along with Yiannis, the younger brother of Diamantis Antoniou, headed for the lowlands looking for him.  They found Diamantis dead, his body stripped of his clothes and the rifle gone. At about the same time in the uplands, at a place known as Kolavra, a cliff face only a few hundred metres from the gathering spot at Koprisia Mitsos Constantinou Rozaklis, 38, a shepherd passing by found the battered bodies of the three hostages: Spiros and Giorgis Kritikos and Theophanis Tountas.  It is said that at first the andartes did not have convincing reasons to execute Theophanis and let him go.  But, on his way down to the village he came across a fellow villager andartis, who thought that he would be uncovered so he took him up once again to be executed next to the others. The following day Diamantis Hagias and 17-year-old Constantinos Athanasiou Malavazos (nicknamed Katsareas after the Khite strongman) went to see for themselves.  The executed trio had been tied up and tortured, their arms broken and mangled. Execution had been with a bullet to the front or the back of the head.  That same day, Thursday 2 January, all of four victims of Black New Year’s Day of 1947, Diamantis Antoniou, Spiros and Giorgis Kritikos, and Theophanis Tountas were buried in Karitsa with papa-Anastasis conducting the funeral services.

Soon after, the Bratitsas Battalion, a Khite   brigade from Niata, came to Karitsa in pursuit of the DSE andartes who by then had already fled.  They were jointly led by Mitsos Bratitsas and Leonidas Papagiannopoulos. Both had worked closely with ELAS during the early years of the German occupation but over time had distanced themselves and adopted opposing views.  Like other Khite   brigades, it hunted down ELAS andartes. Besides that it carried out reprisals, harassed, humiliated and tortured their families and relatives.  Wives, mothers and sisters of ELAS andartes were often publicly humiliated by having their heads shaven, and it was not uncommon for elderly fathers and brothers to be beaten to death.  On this occasion, their stay in Karitsa was very brief, but long enough to dig up, seemingly shamelessly, the body of the buried DSE andartis, Solon, to really make sure it was he that had been killed.

Ten days after the new year incidents Yiannis Pavlakos, sometimes also known as Kir-Yiannis, along with thirty EOKA Khites from Levetsova came to the village ostensibly to ward off further DSE incursions but mostly as a show of strength to the villagers.  A deadly marksman and daring fighter, Pavlakos was considered a hero by his followers, a Khite   monster by his opponents and frighteningly fearsome by local villagers. Despite having joined ELAS for a time in 1943, after 1945 he had moved across to the opposing side.  In Karitsa on Friday, 10 January 1947, the Khites of EAOK, like the andartes of the DSE ten days earlier, again assembled the villagers in the church.  They aimed to execute a number of opponents and burn their houses as reprisals.  It was then that Nikolas Profiris, who was respected by both sides, once again intervened to protect the villagers. “If you are to carry out what you are thinking of,” he warned, “you’d better burn my home and execute me first, because the villagers would think I put you up to it!” Though the Khites seemed to heed Profiris warnings they appeared to be planning to stay in the village over an extended period, even if by now the village was mostly deserted, as the locals had returned to their kalyvia in the lowlands to pass the winter months.  Very early on during their stay in Karitsa Diamantis Hagias was involved in a scuffle with the feared Pavlakos after the Khite   leader had whacked him across the face because he suspected the young man to be dishonest with him.  Surprisingly after that the two struck up an uneasy friendship, so much so that Diamantis was entrusted to rotate his sentries who were spread in groups of five over six different posts throughout the village.  The three main posts were at Evangelistria, Agios Konstantinos and at the home of Garoufo, the widow of the slain Diamantis Antoniou.

Diamantis Hagias’ main responsibility was to go from post to post making sure the guards did not fall asleep and that they remained alert.  It seems hat during his time in the village Pavlakos and his men wished to be treated as special guests and demanded from the Karitsiotes still in the village two yearling goats a week, one on Mondays and the other on Fridays.  All in all, three goats were supplied and after that Diamantis thought it best that they leave.  To get their unwelcome visitors to go Diamantis went to Geraki with Constantinos Malvazos were they got a letter from the police informing Pavlakos that a group of fifty DSE andartes were at the Karitsiotika Kanalakia in the high mountains.  Thankfully the ruse worked, Pavlakos and his men were off to the Kanalakia, Karitsa for the time being was spared further anxiety while the poor locals were tormented with the thought whether the nightmare was truly over or there was worse to come.

The Aftermath

Even though the andartes prevailed in Karitsa on New Year’s Day 1947, the DSE (1946-1949) never reached the level of support that its predecessor ELAS (1942-1945) had enjoyed.  By October 1944, ELAS had won almost complete control of the country, which they willingly relinquished in a series of baffling blunders culminating in the Varkiza pact in February 1945 and their voluntary disarmament.  In contrast, the DSE seemed to be on the back foot from the very beginning battling both the Khites and the National Army until by autumn of 1949 they were unable to keep going any longer.  The fighting, death, devastation, chaos and suffering in Karitsa on Black New Year’s Day of 1947 were reflective of the woes of a whole nation over ten years.  Karitsa’s wounds and those of Greece as a whole would take many years to heal and left lasting scars on the consciousness of all.  Whilst Diamantis Antoniou, Spiros and Giorgis Kritikos, and Thephanis Tountas paid the ultimate price on Black New Year’s Day, and 19 more from both sides as well as from those that did not take sides lost their lives before and after that fateful day, no villager was left unaffected from the events of the time. 

 

Giorgis Tountas

Though Giorgiw Tountas made a successful escape over Diaselo and managed to evade the DSE andartes for some months, later the same year he took his own life after a tragic sequence of events. The turbulent and unruly young man in a manic fit of pique shot and killed his heavily pregnant girlfriend Venetta Kontoyiannis and then her brother Yiannis of Karitsa.  Following that, he headed to the plains where he killed another girlfriend by the name of Nasoula.  He then sought the Khite   brigade of Mitsos Bratitsas in Niata.  After about forty days, he left with the brigade to go to Levetsova (present day Krokees).  However, before reaching Vlahioti, just like his uncle Dimitris Tountas six years earlier, he too took poison because he could not cope with the crimes committed there.  At Vlahioti he lost consciousness and was frothing from the mouth.  His sister happened to be there at the time, bent over to kiss him, and was mildly poisoned herself.  Fortunately, she survived but the following day buried her brother in Vlahioti before returning home in Karitsa.

 

Sophocles Τountas

After Black New Year, Sophocles Tountas left Karitsa and joined the National Army.  While fighting the DSE in its famous last stand at Gramos and Vitsi in 1949 Sophocles became totally blind from shrapnel damage to his eyes.  He was awarded a lifetime pension by the Greek government and in 1958 became the first of the villagers to own a motor vehicle.  It was driven by his wife Anastasia.  Around 1963 his family left Karitsa and settled permanently in Sparti.

Lambros Tountas

After the civil war, Labros Tountas moved to Athens. He worked assisting a truck driver and was tragically crushed to death when helping him reverse.

 

Leonidas Malavazos

The all-powerful villager fully recovered from his injuries but stayed on in Sparti for the duration of the civil war. He at the same time retained the position of village president which he held until he was voted out in 1955 by Yannis Antonis, brother of the slain Diamantis.  He also retained influence with the authorities well after the end of the civil war.  In 1951, after Diamantis Hagias resigned as agrofylakas, Leonidas was instrumental in the appointment another nephew, Theodoros Theodorakakos (Kourlas), 27, to fill the role.

 

Papa-Anastasis

The village priest continued to serve the local parish and at the same time keeping the school open until a new teacher, Evgenia Kalogeras, was appointed at the beginning of the 1949 school year.

 

Piero

The Italian pharmacist soldier remained in Karitsa for about three years, 1944 until 1947, looking after the goatherd of Spiros Hagias.  Two or three months after Black New Year, he was given money by his protector to return to his home in Italy.  During his stay in Karitsa Piero learnt how to speak, read, and write Greek and on his return maintained correspondence with Spiros for quite some time.

 

Grigoris Hagias

The family man of four left the DSE and sought refuge in Athens.  After the civil war, he settled in his wife’s home village, Vlachiotis, where he was involved in market gardening. On 21 April 1967, when a right wing coup d'état plunged the country into a military dictatorship, Grigoris, along with many of his comrades from the ELAS and DSE days, was arrested in the early hours of the morning and interned for some time on Yaros, an arid and desolate island in the Aegean.  In 1986, he was honoured by the Greek State with the Commemorative Medal for National Resistance 1941-1945, awarded to those who had participated in or supported the Greek resistance to German, Italian and Bulgarian forces of occupation during World War II.  He returned with his wife in the 1990s to spend their final years and die in his family home in Karitsa.

 

Andreas Antoniou

A fun loving shadow puppeteer cum copper polisher who along with his wife Katerina Babadimas of Kosmas had taken up arms while their two infant boys were being taken care of by Andreas’ parents in Karitsa.   Andreas was killed by a leading member of the Pavlakos brigade in his wife’s home village on the day of the feast of Agios Stylianos on  26 November 1947.  Kosmas was an andartis stronghold and the DSE had its own base there.  On 25th November, coincidentally the feast of Agia Katerina, Andreas had absented himself from the base to stay overnight with his in-laws Argyris and Eleni Babadimas and perhaps celebrate his wife’s name day with them while she was fighting with another DSE brigade elsewhere.  But that night there was a surprise attack on the DSE base by the Pavlakos Khites who took over as the andartes fled.  On returning to the base in the morning Andreas was shocked to find the khites waiting for him.  It is said that Andreas immediately pulled out his gun and cocked it ready to shoot Pavlakos at close range. He tried once, twice, three times but regrettably, for him, for some inexplicable reason it failed.  Andreas then panic-stricken leaped out of the window.  A leading khite next coolly picked up his machine gun and emptied a whole round on the limbs and lower body of the gravely injured Andreas and then left him alone to groan and writhe in pain while their brigade went looking for more andartes possibly holed up in Kosmas. Hours later they returned to their dying adversary, and one of them reached down, picked up his gun, successfully cocked it and delivered the mercy blow ironically with the same weapon that earlier that day had failed when it had been aimed at Pavlakos.  Andreas was buried by his in-laws.  His wife Katerina never returned.  She fell in battle, where and when no-one knows.  They left behind two orphan boys, Yiannis, 3, and Argyris, not yet 1, to be cared and brought up in Karitsa by his elderly parents Yiannis and Eleni Antoniou, 75 and 66 respectively.

 

Pantelis Malavazos and the sons of Spiros Malavazos

In 1948 Karitsiotes still involved with DSE were based near the village for their own safety as well as for a more sympathetic supply of food which they desperately needed.  By the end of the year, however, local andartes seem to have been relocated by the DSE leadership well away from Karitsa.  Such were the cases of three andartes of Karitsa; Pantelis Constantinou Malavazos and two comrades by the same surname but totally un related, namely the sons of Spiros Malavazos, Mitsos and Panagiotis.  All three were killed by the regular army sometime in 1949.  While it is not known where and precisely when Pantelis was killed, it is widely believed that Mitsos was wounded near Lagadia in Arcadia and perished in a cave there.  His brother Panagiotis is believed to have been killed near Zaraphona (present day Kalithea) of Laconia.

 

Takis Georgopoulos

The stepson of a Karitsa woman, and the leader of the andartes who had forced their way into the village on Black New Year’s Day, lost his life in battle towards the end of the civil war.

 

Diamantis Hagias

Just 16 when all the strife began and not yet 25 when it ended, having escaped death on three occasions, once from the guerrillas of Georgopoulos, once from Khite leader Pavlakos, and once from rightists in Skala, Diamantis was very much seeking a way out of the famine, the depression, and the widespread grieving and was desperate to say goodbye to all that.  In 1949, he relinquished his post as agrofylakas and began thinking of a new future away from Karitsa.  Late in 1953, he became the very first of so many Karitsiotes to migrate to Australia assisted by the Intergovernmental Committee for European Migration.  Three years later, he sponsored Katerina Hagias, Apostolis’ daughter, to come to Adelaide in Australia, marry him and raise a family. It seems, when he left he truly farewelled good old Karitsa almost forever.  He has returned a few times for short stays and retains a nostalgic love for his ancestral village but for more than half a century home has been Adelaide in Australia, some 14000 kilometres away.

 

 

 

 

23/09/2008